Θυμήσου τις υποσχέσεις που σου έχει δώσει ο Θεός.
Ιερεμίας 29:1-23
1Καὶ οὗτοι εἶναι οἱ λόγοι τῆς ἐπιστολῆς, τὴν ὁποίαν Ἱερεμίας ὁ προφήτης ἔστειλεν ἀπὸ Ἱερουσαλήμ πρὸς τοὺς ὑπολοίπους τῶν πρεσβυτέρων τῆς αἰχμαλωσίας καὶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ πρὸς τοὺς προφήτας καὶ πρὸς πάντα τὸν λαόν, τὸν ὁποῖον ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔφερεν αἰχμάλωτον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ εἰς τὴν Βαβυλῶνα,2ἀφοῦ Ἰεχονίας ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ βασίλισσα καὶ οἱ εὐνοῦχοι, οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ καὶ οἱ ξυλουργοὶ καὶ οἱ χαλκεῖς ἐξῆλθον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ,3διὰ χειρὸς Ἐλασὰ υἱοῦ τοῦ Σαφὰν καὶ τοῦ Γεμαρίου υἱοῦ τοῦ Χελκίου, τοὺς ὁποίους Σεδεκίας ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰούδα ἀπέστειλεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα πρὸς Ναβουχοδονόσορ τὸν βασιλέα τῆς Βαβυλῶνος· λέγων,
4Οὕτω λέγει ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, πρὸς πάντας ἐκείνους, οἵτινες ἐφέρθησαν αἰχμάλωτοι, τοὺς ὁποίους ἐγὼ ἔκαμον νὰ φερθῶσιν αἰχμάλωτοι ἀπὸ Ἱερουσαλήμ εἰς τὴν Βαβυλῶνα·
5οἰκοδομήσατε οἴκους καὶ κατοικήσατε· καὶ φυτεύσατε κήπους καὶ φάγετε τὸν καρπὸν αὐτῶν·6λάβετε γυναῖκας καὶ γεννήσατε υἱοὺς καὶ θυγατέρας· καὶ λάβετε γυναῖκας διὰ τοὺς υἱοὺς σας καὶ δότε τὰς θυγατέρας σας εἰς ἄνδρας καὶ ἄς γεννήσωσιν υἱοὺς καὶ θυγατέρας καὶ πληθύνθητε ἐκεῖ καὶ μή σμικρυνθῆτε·7καὶ ζητήσατε τὴν εἰρήνην τῆς πόλεως, ὅπου ἐγὼ σᾶς ἔκαμον νὰ φερθῆτε αἰχμάλωτοι, καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ αὐτῆς πρὸς τὸν Κύριον· διότι ἐν τῇ εἰρήνῃ αὐτῆς θέλετε ἔχει εἰρήνην.
8Διότι οὕτω λέγει ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ· Ἄς μή ἀπατῶσιν ὑμᾶς οἱ προφῆται ὑμῶν οἱ ἐν μέσῳ ὑμῶν καὶ οἱ μάντεις ὑμῶν, καὶ μή ἀκούετε τὰ ἐνύπνια ὑμῶν τὰ ὁποῖα ὑμεῖς ὀνειρεύεσθε·9διότι προφητεύουσι ψευδῶς πρὸς ὑμᾶς ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου· ἐγὼ δὲν ἀπέστειλα αὐτούς, λέγει Κύριος.10Διότι οὕτω λέγει Κύριος· Ὅτι ἀφοῦ πληρωθῶσιν ἑβδομήκοντα ἔτη ἐν Βαβυλῶνι, θέλω ἐπισκεφθῆ ὑμᾶς καὶ θέλω ἐκτελέσει πρὸς ὑμᾶς τὸν λόγον μου τὸν ἀγαθόν, νὰ ἐπαναφέρω ὑμᾶς εἰς τὸν τόπον τοῦτον.11Διότι ἐγὼ γνωρίζω τὰς βουλὰς τὰς ὁποίας βουλεύομαι περὶ ὑμῶν, λέγει Κύριος, βουλὰς εἰρήνης καὶ οὐχὶ κακοῦ, διὰ νὰ δώσω εἰς ὑμᾶς τὸ προσδοκώμενον τέλος.12Τότε θέλετε κράξει πρὸς ἐμὲ καὶ θέλετε ὑπάγει καὶ προσευχηθῆ εἰς ἐμὲ καὶ θέλω σᾶς εἰσακούσει.13Καὶ θέλετε μὲ ζητήσει καὶ εὑρεῖ, ὅταν μὲ ἐκζητήσητε ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν.14Καὶ θέλω εὑρεθῆ ἀπὸ σᾶς, λέγει Κύριος· καὶ θέλω ἀποστρέψει τὴν αἰχμαλωσίαν σας καὶ θέλω σᾶς συνάξει ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν καὶ ἐκ πάντων τῶν τόπων ὅπου σᾶς ἐδίωξα, λέγει Κύριος· καὶ θέλω σᾶς ἐπαναφέρει εἰς τὸν τόπον, ὅθεν σᾶς ἔκαμον νὰ φερθῆτε αἰχμάλωτοι.
15Ἐπειδή εἴπετε, Ὁ Κύριος ἐσήκωσεν εἰς ἡμᾶς προφήτας ἐν Βαβυλῶνι,16γνωρίσατε, ὅτι οὕτω λέγει Κύριος περὶ τοῦ βασιλέως τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου Δαβὶδ καὶ περὶ παντὸς τοῦ λαοῦ τοῦ κατοικοῦντος ἐν τῇ πόλει ταύτῃ καὶ περὶ τῶν ἀδελφῶν σας, τῶν μή ἐξελθόντων μεθ᾿ ὑμῶν εἰς αἰχμαλωσίαν·17οὕτω λέγει ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων· Ἰδού, θέλω ἀποστείλει ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν μάχαιραν, τὴν πεῖναν καὶ τὸν λοιμόν, καὶ θέλω καταστήσει αὐτοὺς ὡς τὰ σῦκα τὰ ἀχρεῖα, τὰ ὁποῖα διὰ τὴν ἀχρειότητα δὲν τρώγονται.18Καὶ θέλω καταδιώξει αὐτοὺς ἐν μαχαίρᾳ, ἐν πείνῃ καὶ ἐν λοιμῷ· καὶ θέλω παραδώσει αὐτοὺς εἰς διασπορὰν ἐν πᾶσι τοῖς βασιλείοις τῆς γῆς, ὥστε νὰ ἦναι κατάρα καὶ θάμβος καὶ συριγμὸς καὶ ὄνειδος ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὅπου ἐδίωξα αὐτούς·19διότι δὲν ἤκουσαν τοὺς λόγους μου, λέγει Κύριος, τοὺς ὁποίους ἔστειλα πρὸς αὐτοὺς διὰ τῶν δούλων μου τῶν προφητῶν, ἐγειρόμενος πρωΐ καὶ ἀποστέλλων· καὶ δὲν ὑπηκούσατε, λέγει Κύριος.20Ἀκούσατε λοιπὸν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, πάντες σεῖς οἱ αἰχμαλωτισθέντες, τοὺς ὁποίους ἐξαπέστειλα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ εἰς Βαβυλῶνα.
21Οὕτω λέγει ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, περὶ τοῦ Ἀχαὰβ υἱοῦ τοῦ Κωλαίου καὶ περὶ τοῦ Σεδεκίου υἱοῦ τοῦ Μαασίου, οἵτινες προφητεύουσι ψεύδη πρὸς ἐσᾶς ἐν τῷ ὀνόματί μου· Ἰδού, θέλω παραδώσει αὐτοὺς εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Ναβουχοδονόσορ, βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος, καὶ θέλει πατάξει αὐτοὺς ἐνώπιόν σας.22Καὶ ἐξ αὐτῶν θέλουσι λάβει κατάραν ἐν πᾶσι τοῖς αἰχμαλώτοις τοῦ Ἰούδα τοῖς ἐν Βαβυλῶνι, λέγοντες, Ὁ Κύριος νὰ σὲ κάμῃ ὡς τὸν Σεδεκίαν καὶ ὡς τὸν Ἀχαάβ, τοὺς ὁποίους ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος ἔψησεν ἐν πυρί·23διότι ἔπραξαν ἀφροσύνην ἐν Ἰσραήλ καὶ ἐμοίχευον τὰς γυναῖκας τῶν πλησίον αὑτῶν καὶ ἐλάλουν λόγους ψευδεῖς ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοὺς ὁποίους δὲν προσέταξα εἰς αὐτούς· καὶ ἐγὼ ἐξεύρω καὶ εἶμαι μάρτυς, λέγει Κύριος.
Σήμερα διαβάζουμε μια επιστολή του Ιερεμία προς τους αιχμαλώτους Ισραηλίτες στη Βαβυλώνα. Αυτή η πολύ σημαντική, επίσημη επιστολή έχει σκοπό να αναπτερώσει το ηθικό των ανθρώπων, να ενισχύσει την απόφασή τους να μη φύγουν από τον δρόμο του Θεού και να τους βεβαιώσει πως είναι ο λαός του Θεού.
Το κείμενο μας υπενθυμίζει ότι, όποιος κι αν είναι ο λόγος, ο Θεός δεν δείχνει την εύνοιά Του σ’ εκείνους που έχουν μείνει πίσω, αλλά στους εξόριστους. Είναι ξεκάθαρο (εδ. 7) ότι ο Θεός σκοπεύει να ευλογήσει τη Βαβυλώνα, όσο ζουν εκεί οι Ισραηλίτες. Η βασιλεία του Θεού έχει να κάνει πρωτίστως με τους ανθρώπους και όχι με τον τόπο. Το εδάφιο 14 προλέγει πως ο Θεός θα συγκεντρώσει τον διασκορπισμένο λαό Του. Ενδιαφέρεται για τα παιδιά Του και έχει θυμώσει με αυτούς που επίτηδες λένε ψέματα (εδ. 21) για να παρασύρουν τους άλλους (εδ. 16). Όμως, το κεντρικό μήνυμα του Ιερεμία είναι η υπόσχεση που δίνει ο Θεός (εδ. 10-14). Δες πως τα εδάφια 5-7 μιλούν για ένα σπιτικό. Η επιστολή δεν έχει να κάνει μόνο με την αμαρτία και τη μετάνοια, πολύ περισσότερο είναι η έκφραση της εγγύτητας μεταξύ του Θεού και του λαού Του, που βασίζεται στην αγάπη και την εμπιστοσύνη.
Ιεζεκιήλ 2–3, Ψαλμός 119:97-120
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]