Φαντάσου τον Ιησού δίπλα σου να ρωτάει: «Τι θέλεις να κάνω για σένα;». Πώς θα προχωρήσει η συζήτηση;
Έξοδος 17:1-16
1Καὶ ἐσηκώθη πᾶσα ἡ συναγωγή τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἐκ τῆς ἐρήμου Σίν, ἀκολουθοῦντες τὰς ὁδοιπορείας αὑτῶν κατὰ τὴν προσταγήν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐστρατοπέδευσαν ἐν Ῥαφιδείν· ὅπου δὲν ἦτο ὕδωρ διὰ νὰ πίῃ ὁ λαός.
2Καὶ ἐλοιδόρει ὁ λαὸς κατὰ τοῦ Μωϋσέως, λέγοντες, Δὸς εἰς ἡμᾶς ὕδωρ διὰ νὰ πίωμεν. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Μωϋσῆς, Διὰ τί λοιδορεῖτε κατ᾿ ἐμοῦ; διὰ τί πειράζετε τὸν Κύριον;3Καὶ ἐδίψησεν ὁ λαὸς ἐκεῖ διὰ ὕδωρ· καὶ ἐγόγγυζεν ὁ λαὸς κατὰ τοῦ Μωϋσέως, λέγοντες, Διὰ τί τοῦτο; ἀνεβίβασας ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, διὰ νὰ θανατώσῃς ἡμᾶς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν καὶ τὰ κτήνη ἡμῶν μὲ τὴν δίψαν;
4Καὶ ἐβόησεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Κύριον, λέγων, Τί νὰ κάμω εἰς τοῦτον τὸν λαὸν; ὀλίγον λείπει νὰ μὲ λιθοβολήσωσι.
5Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν, Διάβα ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ, καὶ λάβε μετὰ σεαυτοῦ ἐκ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ Ἰσραήλ· καὶ τὴν ῥάβδον, σου, μὲ τὴν ὁποίαν ἐκτύπησας τὸν ποταμόν, λάβε ἐν τῇ χειρὶ σου καὶ ὕπαγε·
6ἰδού, ἐγὼ θέλω σταθῆ ἐκεῖ ἔμπροσθέν σου ἐπὶ τῆς πέτρας ἐν Χωρήβ, καὶ θέλεις κτυπήσει τὴν πέτραν καὶ θέλει ἐξέλθει ὕδωρ ἐξ αὐτῆς διὰ νὰ πίῃ ὁ λαός. Καὶ ἔκαμεν οὕτως ὁ Μωϋσῆς ἐνώπιον τῶν πρεσβυτέρων τοῦ Ἰσραήλ.
7Καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου Μασσά, καὶ Μεριβά, διὰ τὴν λοιδορίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ διότι ἐπείρασαν τὸν Κύριον, λέγοντες, Εἶναι ὁ Κύριος μεταξὺ ἡμῶν ἤ οὐχί;
8Τότε ἦλθεν ὁ Ἀμαλήκ καὶ ἐπολέμησε μὲ τὸν Ἰσραήλ ἐν Ῥαφιδείν.9Καὶ εἶπεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Ἰησοῦν, Ἔκλεξον εἰς ἡμᾶς ἄνδρας καὶ ἐξελθὼν πολέμησον μὲ τὸν Ἀμαλήκ· αὔριον ἐγὼ θέλω σταθῆ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, κρατῶν ἐν τῇ χειρὶ μου τὴν ῥάβδον τοῦ Θεοῦ.
10Καὶ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς καθὼς εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Μωϋσῆς καὶ ἐπολέμησε μὲ τὸν Ἀμαλήκ· ὁ δὲ Μωϋσῆς, ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ Ὤρ ἀνέβησαν ἐπὶ τὴν κορυφήν τοῦ βουνοῦ.11Καὶ ὁπότε ὁ Μωϋσῆς ὕψονε τὴν χεῖρα αὑτοῦ, ἐνίκα ὁ Ἰσραήλ· ὁπότε δὲ κατεβίβαζε τὴν χεῖρα αὑτοῦ, ἐνίκα ὁ Ἀμαλήκ.12Αἱ χεῖρες δὲ τοῦ Μωϋσέως ἦσαν βεβαρημέναι· ὅθεν λαβόντες λίθον, ἔθεσαν ὑποκάτω αὐτοῦ καὶ ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτοῦ· ὁ δὲ Ἀαρὼν καὶ ὁ Ὤρ, εἷς ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους καὶ εἷς ἐκ τοῦ ἄλλου, ὑπεστήριζον τὰς χεῖρας αὐτοῦ· καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔμενον ἐστηριγμέναι μέχρι δύσεως ἡλίου.13Καὶ κατέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ἀμαλήκ καὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἐν στόματι μαχαίρας.
14Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν, Γράψον τοῦτο ἐν βιβλίῳ πρὸς μνημόσυνον, καὶ παράδος εἰς τὰ ὦτα τοῦ Ἰησοῦ· ὅτι θέλω ἐξαλείψει ἐξάπαντος τὴν μνήμην τοῦ Ἀμαλήκ ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανόν.15Καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ ὁ Μωϋσῆς θυσιαστήριον καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰεοβὰ-Νισσί·16καὶ εἶπεν, Ἐπειδή χεὶρ ὑψώθη κατὰ τοῦ θρόνου τοῦ Κυρίου, θέλει εἶσθαι πόλεμος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἀμαλήκ ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν.
Δεν τελειώνουν τα βάσανα; Πρώτα δεν υπήρχε νερό (εδ. 3) και έπειτα οι οπλισμένοι Αμαλικήτες απειλούν τον λαό Ισραήλ (εδ. 8). Πού είναι ο Θεός όταν Τον χρειάζεσαι (εδ. 7);
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Μωυσής δεν είχε καμία αμφιβολία. Ο Θεός ήταν εκεί, μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση (εδ. 4)! Με το ραβδί στο χέρι, ο Μωυσής υπάκουσε και άντλησε νερό από τον βράχο (εδ. 6) και διέταξε τη μάχη που έφερε τη νίκη του λαού κατά του εχθρού (εδ. 9-13). Το ραβδί του Μωυσή (εδ. 9) είχε μια ιστορία (4:1-5, 7:20, 8:16, 14:16). Ήταν σύμβολο της δυναμικής παρουσίας του Θεού και ο Μωυσής ήταν πεπεισμένος ότι τίποτα δεν θα στεκόταν εμπόδιο στο σωτήριο σχέδιο του Θεού. Αν ο Θεός είχε σκοπό να σώσει τον Ισραήλ, σίγουρα αυτό θα γινόταν.
Ξέρουμε το τέλος της ιστορίας, αλλά ο λαός Ισραήλ δεν το ήξερε. Ξέρουμε ότι ο Θεός τούς οδήγησε στην υποσχεμένη γη, αλλά αυτοί δεν είχαν καμία εγγύηση (εδ. 3). Τότε και τώρα, τίποτα δεν μπορεί να εκτροχιάσει το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία!
«Εάν ο Θεός ήναι υπέρ ημών, τις θέλει είσθαι καθ’ ημών;… (τίποτα δεν) θέλει δυνηθή να χωρίσει ημάς από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμαίους 8:31-39).
Αριθμοί 36, Δευτερονόμιο 1, Ψαλμός 32
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]