Τι καταιγίδες αντιμετωπίζεις; Ποιες έγνοιες σε επιβαρύνουν ψυχολογικά; Φέρε σκέψεις και συναισθήματα στον Θεό.
Ψαλμός 55
1[Εἰς τὸν πρῶτον μουσικόν, ἐπὶ Νεγινώθ· Μασχὶλ τοῦ Δαβίδ.] Δὸς ἀκρόασιν, Θεέ, εἰς τὴν προσευχήν μου, καὶ μή ἀποσυρθῇς ἀπὸ τῆς δεήσεώς μου.
2Πρόσεξον εἰς ἐμὲ καὶ εἰσάκουσόν μου· λυποῦμαι ἐν τῇ μελέτῃ μου καὶ ταράττομαι,
3ἀπὸ τῆς φωνῆς τοῦ ἐχθροῦ, ἀπὸ τῆς καταθλίψεως τοῦ ἀσεβοῦς· διότι ῥίπτουσιν ἐπ᾿ ἐμὲ ἀνομίαν καὶ μετ᾿ ὀργῆς μὲ μισοῦσιν.
4Ἡ καρδία μου καταθλίβεται ἐντὸς μου, καὶ φόβος θανάτου ἔπεσεν ἐπ᾿ ἐμέ.
5Φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ φρίκη μὲ ἐκάλυψε.
6Καὶ εἶπα, Τίς νὰ μοὶ ἔδιδε πτέρυγας ὡς περιστερᾶς· ἤθελον πετάξει καὶ ἀναπαυθῆ.
7Ἰδού, ἤθελον ἀπομακρυνθῆ φεύγων, ἤθελον διατρίβει ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Διάψαλμα.
8Ἤθελον ταχύνει τὴν φυγήν μου ἀπό τῆς ὁρμῆς τοῦ ἀνέμου, ἀπὸ τῆς θυέλλης.
9Καταπόντισον αὐτούς, Κύριε· διαίρεσον τὰς γλώσσας αὐτῶν· διότι εἶδον καταδυναστείαν καὶ ἔριδα ἐν τῇ πόλει.
10Ἡμέραν καὶ νύκτα περικυκλοῦσιν αὐτήν περὶ τὰ τείχη αὐτῆς· καὶ ἀνομία καὶ ὕβρις εἶναι ἐν τῷ μέσῳ αὐτῆς·
11πονηρία ἐν τῷ μέσῳ αὐτῆς· καὶ ἀπάτη καὶ δόλος δὲν λείπουσιν ἀπὸ τῶν πλατειῶν αὐτῆς.
12Ἐπειδή δὲν μὲ νείδισεν ἐχθρός, τὸ ὁποῖον ἤθελον ὑποφέρει· δὲν ἠγέρθη ἐπ᾿ ἐμὲ ὁ μισῶν με· τότε ἤθελον κρυφθῆ ἀπ᾿ αὐτοῦ·
13Ἀλλὰ σύ, ἄνθρωπε ὁμόψυχε, ὁδηγὲ μου καὶ γνωστὲ μου·
14οἵτινες συνωμιλοῦμεν μετὰ γλυκύτητος, συνεπορευόμεθα εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ.
15Ἄς ἔλθῃ θάνατος ἐπ᾿ αὐτούς· ἄς καταβῶσι ζῶντες εἰς τὸν ᾅδην· διότι μεταξὺ αὐτῶν, ἐν ταῖς κατοικίαις αὐτῶν, εἶναι κακίαι.
16Ἐγὼ πρὸς τὸν Θεὸν θέλω κράζει, καὶ ὁ Κύριος θέλει μὲ σώσει.
17Ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίαν θέλω παρακαλεῖ καὶ φωνάζει· καὶ θέλει ἀκούσει τῆς φωνῆς μου.
18Θέλει λυτρώσει ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῆς μάχης τῆς κατ᾿ ἐμοῦ· διότι πολλοὶ εἶναι ἐναντίον μου.
19Ὁ Θεός, ὁ ὑπάρχων πρὸ τῶν αἰώνων, θέλει εἰσακούσει καὶ θέλει ταπεινώσει αὐτούς· Διάψαλμα· διότι δὲν μεταβάλλουσι τρόπον οὐδὲ φοβοῦνται τὸν Θεόν.
20Ἕκαστος ἐκτείνει τὰς χεῖρας αὑτοῦ ἐπὶ τοὺς εἰρηνεύοντας μετ᾿ αὐτοῦ· ἀθετεῖ τὴν συνθήκην αὑτοῦ.
21Τὸ στόμα αὐτοῦ εἶναι ἁπαλώτερον βουτύρου, ἀλλ᾿ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ εἶναι πόλεμος· τὰ λόγια αὐτοῦ εἶναι μαλακώτερα ἐλαίου, πλήν εἶναι ξίφη γυμνά.
22Ἐπίρριψον ἐπὶ τὸν Κύριον τὸ φορτίον σου, καὶ αὐτὸς θέλει σὲ ἀνακουφίσει· δὲν θέλει ποτὲ συγχωρήσει νὰ σαλευθῇ ὁ δίκαιος.
23Ἀλλὰ σύ, Θεέ, θέλεις καταβιβάσει αὐτοὺς εἰς φρέαρ ἀπωλείας· ἄνδρες αἱμάτων καὶ δολιότητος δὲν θέλουσι φθάσει εἰς τὸ ἥμισυ τῶν ἡμερῶν αὑτῶν· ἀλλ᾿ ἐγὼ θέλω ἐλπίζει ἐπὶ σέ.
Ο Δαβίδ αντιμετωπίζει δυσκολίες (εδ. 3-5), καθώς υπερισχύουν «καταδυναστεία και έριδα εν τη πόλει» – ανομία, ύβρις, πονηριά, απάτη, δόλος (εδ. 9-11). Όχι μόνο πρέπει να υπομείνει έχθρα και απειλές από εχθρούς, αλλά τα βάσανά του αυξάνονται από την προδοσία ενός έμπιστου φίλου (εδ. 12-14). Η καταιγίδα που μαίνεται γύρω από τον Δαβίδ προκαλεί καταιγίδες και μέσα του: «ταράττομαι» (εδ. 2β), λέει, «καταθλίβεται» (εδ. 4)· και «φόβος θανάτου» τον καταβάλλει (εδ. 4), σε σημείο που τον καλύπτει «φρίκη» (εδ. 5). Κάθε του ένστικτο τον ωθεί να φύγει από τα πάντα, να πετάξει μακριά από τα προβλήματα (εδ. 6-7).
Το σημείο καμπής έρχεται, όταν ο Δαβίδ αποφασίζει να στραφεί στον Θεό αντί να φεύγει: «εγώ προς τον Θεόν θέλω κράζει» (εδ. 16). Οι δυσκολίες δεν εξαφανίζονται σε μια νύχτα μέσα. Ο Δαβίδ ομολογεί ότι «εσπέρας και πρωί και μεσημβρίαν θέλω παρακαλεί και φωνάζει (εδ. 17). Η συντριβή των εχθρών δεν είναι σημερινή πραγματικότητα, αλλά μια υπόσχεση για το μέλλον, όπως υπονοείται από την επαναλαμβανόμενη χρήση του όρου «θέλει» (εδ. 19β, 23). Αλλά η καταιγίδα εντός του Δαβίδ ησυχάζει, όταν επιλέγει να εμπιστευτεί τον Θεό (εδ. 23β) – τον αναλλοίωτο Θεό που είναι ενθρονισμένος πάνω από κάθε καταιγίδα (εδ. 19).
Ιώβ 5–6, Λουκάς 15
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]