1Μασχίλ του Ασάφ.
Τη διδαχή μου, λαέ μου, ακροάσου·
πρόσεξε αυτά που θα σου πω.
2Με παροιμίες θα μιλήσω·
θα πω παλιού καιρού παράδοξα,
3που ακούσαμε και μάθαμε·
και μας τα διηγήθηκαν οι πατεράδες μας.
4Δε θα τα κρύψουμε από τους απογόνους τους.
Θα διηγηθούμε στη γενιά που έρχεται
τα ένδοξα του Κυρίου έργα,
τη δύναμή του,
και τα θαύματα που έκανε.
5Εντολή όρισε στον Ιακώβ
και νόμο θέσπισε στον Ισραήλ,
και ζήτησε από τους προγόνους μας
να τον διδάξουν στα παιδιά τους,
6ώστε να τον γνωρίσει η επερχόμενη γενιά,
τα παιδιά που ήταν να γεννηθούν,
κι εκείνοι μεγαλώνοντας
να τα ιστορήσουν στα παιδιά τους.
7Για ν’ αποθέσουν την ελπίδα τους στο Θεό,
να μην ξεχάσουν του Θεού τα θαυμαστά τα έργα
αλλά τις εντολές του να τηρούν.
8Και να μη γίνουν σαν τους πατεράδες τους
γενιά της ανυπακοής και της αντίρρησης,
γενιά με φρόνημα ασταθές
και που δεν έμεινε στο Θεό πιστή η καρδιά της.
9Οι Εφραϊμίτες, οπλισμένοι και καλοί τοξότες,
λιποταχτήσαν την ημέρα του αγώνα·
10δεν τήρησαν τη διαθήκη του Θεού
κι αρνήθηκαν να πορευτούν σύμφωνα με το νόμο του.
11Λησμόνησαν τα έργα του,
τα θαύματά του που τους έκανε
να δουν.
12Μπροστά στους πρόγονούς τους έκανε θαύματα·
στην πεδιάδα της Σοάν, στην Αίγυπτο.
13Τη θάλασσα τη χώρισε και πέρασμα της άνοιξε
κι έστησε καθώς φράγμα τα νερά.
14Με τη νεφέλη τούς οδήγησε τη μέρα,
κι όλη τη νύχτα με τη λάμψη
της φωτιάς.
15Έσκισε βράχους μες στην έρημο,
νερό τους έδωσε να πιουν σαν από πηγές αστείρευτες.
16Ρυάκια έκανε να αναβρύσουν απ’ το βράχο
κι άφησε να ξεχυθούν ποτάμια τα νερά.
17Αλλά αυτοί συνέχισαν σ’ εκείνον ν’ αμαρτάνουν·
και εναντίον του Υψίστου να ορθώνονται στην έρημο.
18Τολμήσανε να προκαλέσουν το Θεό,
ζητώντας φαγητό κατά την όρεξή τους.
19Και τον αμφισβητήσαν·
είπαν· «Μπορεί ο Θεός στην ερημιά
τραπέζι να ετοιμάσει;
20Πράγματι, χτύπησε το βράχο
και τρέξαν τα νερά και ξεχυθήκαν χείμαρροι·
μπορεί άραγε να δώσει και ψωμί;
ή κρέας να προμηθεύσει το λαό του;»
21Τ’ άκουσε ο Κύριος κι οργίστηκε
και ξέσπασε η οργή στον Ιακώβ
κι ενάντια στον Ισραήλ θυμός,
22γιατί δε μείναν στο Θεό πιστοί
και στη σωτηρία του δεν έλπισαν.
23Μα εκείνος διάταξε τα σύννεφα από πάνω·
κι άνοιξε τους πυλώνες τ’ ουρανού.
24Πάνω τους έριξε βροχή
το μάννα για τροφή τους,
το στάρι τ’ ουρανού τούς πρόσφερε.
25Έτσι οι ανθρώποι το ψωμί φάγανε των αγγέλων,
τους έστειλε άφθονη ως τον κορεσμό τροφή.
26Στον ουρανό τον άνεμο σήκωσε της ανατολής
και με τη δύναμή του έφερε του νοτιά τον άνεμο.
27Κι έβρεξε πάνω τους το κρέας σαν τη σκόνη,
και σαν της θάλασσας την άμμο τα πουλιά.
28Έπεσαν μέσα στο στρατόπεδό τους,
γύρω από τις σκηνές,
29κι έφαγαν και καλοχορτάσανε·
τους έδωσε ό,τι είχαν πεθυμήσει.
30Πριν όμως κορεστεί η επιθυμία τους,
κι ενώ στο στόμα την τροφή τους
είχαν ακόμα,
31ξέσπασε πάνω τους του Θεού η οργή
κι εξόντωσε τους πιο σπουδαίους ανάμεσά τους·
αφάνισε τα νιάτα του Ισραήλ.
32Παρ’ όλα αυτά δεν πάψαν ν’ αμαρτάνουν
και δεν πιστέψανε στα θαύματά του.
33Και τέλειωσε τις μέρες τους με μια πνοή
και μ’ άξαφνη καταστροφή τα χρόνια τους.
34Όταν τους εξολόθρευε, τότε τον εζητούσαν,
μετανοούσανε κι επέστρεφαν σ’ αυτόν.
35Θυμούνταν πως ο Θεός ήταν ο βράχος τους,
ο ύψιστος Θεός ο απελευθερωτής τους.
36Αλλά με λόγια τον κολάκευαν,
και με τη γλώσσα τον εξαπατούσαν.
37Η καρδιά τους δε στάθηκε σταθερή μαζί του·
και στη διαθήκη του δεν έμειναν πιστοί.
38Αλλ’ αυτός είναι σπλαχνικός,
την ανομία συγχωράει και δεν εξοντώνει.
Πολλές φορές το θυμό του συγκράτησε
δεν εκδήλωσε όλη του την οργή.
39Θυμήθηκε ότι αυτοί ήταν από σάρκα,
άνεμος που παρέρχεται και πίσω δε γυρίζει.