Φέρε τις πιο σκοτεινές και λυπηρές σου σκέψεις στον Κύριο και ζήτα Του να σε φρουρεί.
Ιερεμίας 20:1-18
1Ὁ δὲ Πασχώρ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰμμήρ ὁ ἱερεύς, ὁ καὶ προϊστάμενος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Κυρίου, ἤκουσε τὸν Ἱερεμίαν προφητεύοντα τοὺς λόγους τούτους.2Καὶ ἐπάταξεν ὁ Πασχὼρ Ἱερεμίαν τὸν προφήτην καὶ ἔβαλεν αὐτὸν εἰς τὸ δεσμωτήριον τὸ ἐν τῇ ἄνω πύλῃ τοῦ Βενιαμίν, τὸ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Κυρίου.3Καὶ τὴν ἐπαύριον ἐξήγαγεν ὁ Πασχὼρ τὸν Ἱερεμίαν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου. Καὶ ὁ Ἱερεμίας εἶπε πρὸς αὐτόν, Ὁ Κύριος δὲν ἐκάλεσε τὸ ὄνομά σου Πασχώρ, ἀλλὰ Μαγὸρ-μισσαβίβ.4Διότι οὕτω λέγει Κύριος· Ἰδού, θέλω σὲ κάμει τρόμον εἰς σεαυτὸν καὶ εἰς πάντας τοὺς φίλους σου· καὶ θέλουσι πέσει διὰ τῆς μαχαίρας τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ σου θέλουσιν ἰδεῖ τοῦτο· καὶ θέλω δώσει πάντα τὸν Ἰούδαν εἰς τὴν χεῖρα τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος, καὶ θέλει φέρει αὐτοὺς αἰχμαλώτους εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ θέλει πατάξει αὐτοὺς ἐν μαχαίρᾳ.5Καὶ θέλω δώσει πᾶσαν τὴν δύναμιν τῆς πόλεως ταύτης καὶ πάντας τοὺς κόπους αὐτῆς καὶ πάντα τὰ πολύτιμα αὐτῆς καὶ πάντας τοὺς θησαυροὺς τῶν βασιλέων Ἰούδα θέλω δώσει εἰς τὴν χεῖρα τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ θέλουσι λεηλατήσει αὐτοὺς καὶ λάβει αὐτοὺς καὶ φέρει αὐτοὺς εἰς τὴν Βαβυλῶνα.6Καὶ σύ, Πασχώρ, καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν τῷ οἴκῳ σου, θέλετε ὑπάγει εἰς αἰχμαλωσίαν· καὶ θέλεις ἐλθεῖ εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἐκεῖ θέλεις ἀποθάνει καὶ ἐκεῖ θέλεις ταφῆ, σὺ καὶ πάντες οἱ φίλοι σου, εἰς τοὺς ὁποίους προεφήτευσας ψευδῶς.
7Κύριε, μὲ ἐδελέασας καὶ ἐδελεάσθην· ὑπερίσχυσας κατ᾿ ἐμοῦ καὶ κατίσχυσας· ἔγεινα χλευασμὸς ὅλην τὴν ἡμέραν· πάντες μὲ ἐμπαίζουσι.8Διότι ἀφοῦ ἤνοιξα στόμα, βοῶ, φωνάζω βίαν καὶ ἁρπαγήν· ὅθεν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἔγεινεν εἰς ἐμὲ πρὸς ὀνειδισμὸν καὶ πρὸς χλευασμὸν ὅλην τὴν ἡμέραν.9Καὶ εἶπα, Δὲν θέλω ἀναφέρει περὶ αὐτοῦ οὐδὲ θέλω λαλήσει πλέον ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ· ὅμως ὁ λόγος αὐτοῦ ἦτο ἐν τῇ καρδίᾳ μου ὡς καιόμενον πῦρ περικεκλεισμένον ἐν τοῖς ὀστέοις μου, καὶ ἀπέκαμον χαλινόνων ἐμαυτὸν καὶ δὲν ἠδυνάμην πλέον.10Διότι ἤκουσα ὕβριν παρὰ πολλῶν· τρόμος πανταχόθεν· Κατηγορήσατε, λέγουσι, καὶ θέλομεν κατηγορήσει αὐτόν. Πάντες οἱ εἰρηνεύοντες μετ᾿ ἐμοῦ παρεφύλαττον τὸ πρόσκομμά μου, λέγοντες, Ἴσως δελεασθῆ, καὶ θέλομεν ὑπερισχύσει ἐναντίον αὐτοῦ καὶ ἐκδικηθῆ κατ᾿ αὐτοῦ.
11Ἀλλ᾿ ὁ Κύριος εἶναι μετ᾿ ἐμοῦ ὡς ἰσχυρὸς πολεμιστής· διὰ τοῦτο οἱ διῶκταί μου θέλουσι προσκόψει καὶ δὲν θέλουσιν ὑπερισχύσει· θέλουσι καταισχυνθῆ σφόδρα· διότι δὲν ἐνόησαν· ἡ αἰώνιος αἰσχύνη αὐτῶν δὲν θέλει λησμονηθῆ.12Ἀλλά, Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ δοκιμάζων τὸν δίκαιον, ὁ βλέπων τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν, ἄς ἴδω τὴν ἐκδίκησίν σου ἐπ᾿ αὐτούς· διότι εἰς σὲ ἐφανέρωσα τὴν κρίσιν μου.13Ψάλλετε εἰς τὸν Κύριον, αἰνεῖτε τὸν Κύριον· διότι ἠλευθέρωσε τὴν ψυχήν τοῦ πτωχοῦ ἐκ χειρὸς πονηρευομένων.
14Ἐπικατάρατος ἡ ἡμέρα, καθ᾿ ἥν ἐγεννήθην· ἡ ἡμέρα καθ᾿ ἥν ἡ μήτηρ μου μὲ ἐγέννησεν, ἄς μή ἦναι εὐλογημένη.15Ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὅστις εὐηγγελίσατο πρὸς τὸν πατέρα μου, λέγων, Ἐγεννήθη εἰς σὲ παιδίον ἄρσεν, εὐφραίνων αὐτὸν σφόδρα.16Καὶ ἄς ἦναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὡς αἱ πόλεις, τὰς ὁποίας ὁ Κύριος κατέστρεψε καὶ δὲν μετεμελήθη· καὶ ἄς ἀκούσῃ κραυγήν τὸ πρωΐ καὶ ἀλαλαγμὸν ἐν μεσημβρίᾳ.17Διὰ τί δὲν ἐθανατώθην ἐκ μήτρας; ἤ ἡ μήτηρ μου δὲν ἔγεινε τάφος εἰς ἐμὲ καὶ ἡ μήτρα αὐτῆς δὲν μὲ ἐβάστασεν εἰς αἰώνιον σύλληψιν;18διὰ τὶ ἐξῆλθον ἐκ τῆς μήτρας, διὰ νὰ βλέπω μόχθον καὶ λύπην καὶ νὰ τελειώσωσιν αἱ ἡμέραι μου ἐν αἰσχύνῃ;
Εδώ έχουμε έναν πολύ κακό ιερέα, συγγενείς που φέρνουν κακά νέα, αυτοκτονικές τάσεις από τον ταλαιπωρημένο μας ήρωα και, το χειρότερο, τον Θεό φαινομενικά απατεώνα (εδ. 7)! Πώς μπορούσε ο Ιερεμίας να πει τέτοια λόγια; Πώς γίνεται τα υπέροχα εδάφια 11 και 13 να χωράνε μεταξύ εξευτελισμών, θρήνου και εκδίκησης; Αλλά αυτή είναι η Βίβλος, αυτή είναι η πραγματικότητα – και οι αρχαίοι συγγραφείς δεν είναι υποχρεωμένοι να συμβιβαστούν με τις ευγενικές μας λογοτεχνικές συμβάσεις. Ίσως αν τον ρωτούσαμε για αυτή την περικοπή, ο Ιερεμίας να απαντούσε: «γνωρίζω καλά τον Θεό και Αυτός γνωρίζει πώς ένιωσα εκείνη τη σκοτεινή μέρα. Δεν έπρεπε να ανοίξω την καρδιά μου;» (εδ. 9).
Η αλήθεια είναι ότι σκοτεινές ιδέες έρχονται στο μυαλό των περισσότερων σύγχρονων ανθρώπων κι ίσως δεν παραδεχόμαστε ότι τα σκεφτόμαστε – ίσως ακόμη ούτε και στον εαυτό μας. Η τάση πολλών είναι να κρύβουν τέτοιες σκέψεις, σε αντίθεση με όσα είναι «προσφιλή και εύφημα» (Φιλιππησίους 4:8). Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο να αγνοούμε τη σκοτεινή πλευρά. Η Βίβλος ποτέ δεν το κάνει. Αντίθετα, ο Ιερεμίας επιλέγει μια πνευματική οδό διά του πόνου τού ίδιου και του λαού του, αλλά προσβλέπει στη λύτρωση και στη δόξα του Θεού (εδ. 13).
Ιερεμίας 36–37, Ψαλμός 119:25-48
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]