Πόσες φορές τη μέρα διακόπτεις αυτό που κάνεις; Αγανακτείς ποτέ με τον Θεό; Διακόπτει κάποιες φορές τη δουλειά σου;
Λουκάς 8:40-56
40Ὅτε δὲ ὑπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς, ὑπεδέχθη αὐτὸν ὁ ὄχλος· διότι πάντες ἦσαν περιμένοντες αὐτόν.41Καὶ ἰδού, ἦλθεν ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰάειρος, ὅστις ἦτο ἄρχων τῆς συναγωγῆς καὶ πεσὼν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, παρεκάλει αὐτὸν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
42διότι εἶχε θυγατέρα μονογενῆ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐνῷ δὲ ἐπορεύετο, οἱ ὄχλοι συνέθλιβον αὐτόν.43Καὶ γυνή τις ἔχουσα ῥῦσιν αἵματος δώδεκα ἔτη, ἥτις δαπανήσασα εἰς ἰατροὺς ὅλον τὸν βίον αὑτῆς δὲν ἠδυνήθη νὰ θεραπευθῇ ὑπ᾿ οὐδενός,44πλησιάσασα ὄπισθεν ἤγγισε τὸ ἄκρον τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παρευθὺς ἐστάθη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.45Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς μοῦ ἤγγισε; καὶ ἐνῷ ἠρνοῦντο πάντες, εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι σὲ συμπιέζουσι καὶ σὲ συνθλίβουσι, καὶ λέγεις· Τίς μοῦ ἤγγισεν;46Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Μοῦ ἤγγισέ τις· διότι ἐγὼ ἐνόησα ὅτι ἐξῆλθε δύναμις ἀπ᾿ ἐμοῦ.47Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνή ὅτι δὲν ἐκρύφθη, ἦλθε τρέμουσα καὶ προσπεσοῦσα εἰς αὐτόν, ἀπήγγειλε πρὸς αὐτὸν ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ διὰ ποίαν αἰτίαν ἤγγισεν αὐτόν, καὶ ὅτι παρευθὺς ἰατρεύθη.48Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτήν· Θάρρει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσεν· ὕπαγε εἰς εἰρήνην.
49Ἐνῷ δὲ ἐλάλει ἔτι, ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου, λέγων πρὸς αὐτὸν ὅτι ἀπέθανεν ἡ θυγάτηρ σου· μή ἐνόχλει τὸν Διδάσκαλον.50Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν, λέγων· Μή φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ θέλει σωθῆ.51Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, δὲν ἀφῆκεν οὐδένα νὰ εἰσέλθῃ εἰμή τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην καὶ τὸν πατέρα τῆς κόρης καὶ τὴν μητέρα.52Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐθρήνουν αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· Μή κλαίετε· δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ κοιμᾶται.53Καὶ κατεγέλων αὐτόν, ἐξεύροντες ὅτι ἀπέθανεν.54Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ πιάσας τὴν χεῖρα αὐτῆς, ἐφώναξε λέγων· Κοράσιον, σηκώθητι.55Καὶ ὑπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παρευθύς, καὶ προσέταξε νὰ δοθῇ εἰς αὐτήν νὰ φάγῃ.56Καὶ ἐξεπλάγησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς νὰ μή εἴπωσιν εἰς μηδένα τὸ γεγονός.
Αυτή η ιστορία ενώνει δυο περιστατικά, το ένα διακόπτει το άλλο. Πρώτα, η μοναχοκόρη ενός αρχισυνάγωγου πέθαινε. Έπειτα, μια τελετουργικά ακάθαρτη γυναίκα αναζητούσε βοήθεια. Έχουμε ένα ετοιμοθάνατο δωδεκάχρονο κορίτσι και μια γυναίκα με δωδεκάχρονη ασθένεια. Δεν γινόταν να είναι πιο διαφορετικές: Η μια ήταν μάλλον η πριγκίπισσα του χωριού, η άλλη ήταν η κοινωνικά αποκλεισμένη.
Πρόσεξε πώς ο Ιησούς τίμησε τη γυναίκα. Μπορούσε να την είχε αφήσει και να έφευγε για να γιατρέψει την κόρη του Ιάειρου. Όμως, σταμάτησε και της μίλησε (εδ. 47-48). Αν τη θεράπευε χωρίς να σταματήσει, η γυναίκα δεν θα είχε αποκατασταθεί κοινωνικά. Ο Ιησούς την αποκαλεί «θύγατερ» (κόρη) και αναγνωρίζει δημόσια την πίστη της. Όμορφη στιγμή, αλλά μάλλον εκείνη η στιγμή φάνηκε σαν η μοιραία καθυστέρηση για τον Ιάειρο.
Όταν έφτασε η είδηση ότι η κόρη του είχε πεθάνει, όλα φάνηκαν να χάθηκαν (εδ. 49). Ο Ιησούς όμως δεν πτοήθηκε. Πήρε μαζί του στο σπίτι μια μικρή ομάδα μαθητών και έφερε το κορίτσι πάλι στη ζωή. Η διακοπή οδήγησε σε αποκατάσταση της γυναίκας και έφερε ένα μεγαλύτερο θαύμα για τον Ιάειρο και την οικογένειά του.
Ιώβ 33–34, Λουκάς 24
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]