loader image
Τι φοβάσαι;

Πέμπτη, 27/06/2024

Εισαγωγή:

Β΄ Σαμουήλ 1–9
Βασιλικό ανάγνωσμα

Τα κεφάλαια που θα διαβάσουμε από το Β΄ Σαμουήλ δείχνουν τις τεκτονικές πλάκες του Ισραήλ και του Ιούδα να σείονται, καθώς υπάρχει αγώνας για την εξουσία μεταξύ του «οίκου του Σαούλ» και του «οίκου του Δαβίδ». Σε μόνο εννιά κεφάλαια βλέπουμε πολέμους, θλίψη και θρήνο, ατίμωση και άρνηση για συγχώρηση, ανθρώπινους βασιλιάδες με ελαττώματα, κρίση και τιμωρία. Βλέπουμε επίσης την αγιότητα του Θεού και μια απροσδόκητη ευγένεια προς κάποιον –φαινομενικά– ασήμαντο.

Θα δούμε κάποια θαυμάσια χαρακτηριστικά του βασιλιά Δαβίδ, αλλά ξέρουμε ότι είχε επίσης και πολλά ελαττώματα και ήταν αμαρτωλός. Ακόμα και στα καλύτερά του, ο Δαβίδ είναι απλά ένας αχνός ψίθυρος μπροστά στον μεγάλο βασιλιά που έρχεται, τον Ιησού, που προσφέρει την καλοσύνη και την ανυπόκριτη χάρη Του όχι σε ένα άτομο, αλλά σε όλους όσοι επικαλούνται το όνομά Του. Αυτός δεν σχεδιάζει να χτίσει έναν ναό, αλλά είναι ο ίδιος ο ναός μέσω του οποίου μπορούμε να συναντήσουμε τον Θεό. Δεν προσπαθεί να δημιουργήσει ένα έθνος, αλλά έχει κερδίσει στο όνομα του Θεού ανθρώπους από κάθε έθνος πάνω στη γη.

Πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα αυτά τα κεφάλαια; Πρώτα, προτείνω να διαβάσετε προσεκτικά τα εδάφια, πιστεύοντας ειλικρινά ότι ο Θεός σκόπιμα τα έχει τοποθετήσει εκεί, ακόμα κι αν μας μπερδεύουν! Έπειτα, ας ηρεμήσουμε (κι εσείς κι εγώ). Πολύ συχνά, η ζωή κυλά πολύ γρήγορα, αλλά αν ηρεμήσουμε τις ανήσυχες καρδιές μας, θα ακούσουμε τον Θεό να μας μιλάει μέσα από τον λόγο Του. Και τρίτον, διάβασε με προσευχή – πες στον Θεό αυτά που σκέφτεσαι και αυτά που αισθάνεσαι και άφησε τον λόγο Του να σε οδηγήσει στην παρουσία Του.

Προετοιμάσου

Ζήτα από τον Θεό να σου ανοίξει τα μάτια στα θαυμάσια του λόγου Του.

Απόσπασμα της Βίβλου:
Β΄ Σαμουήλ 1:1-16

1Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ, ἀφοῦ ἐπέστρεψεν ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τῆς σφαγῆς τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἐκάθησεν ὁ Δαβὶδ ἐν Σικλὰγ δύο ἡμέρας·2τὴν δὲ τρίτην ἡμέραν, ἰδού, ἦλθεν ἄνθρωπος ἐκ τοῦ στρατοπέδου ἀπὸ πλησίον τοῦ Σαούλ, ἔχων διεσχισμένα τὰ ἱμάτια αὑτοῦ καὶ χῶμα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὑτοῦ· καὶ καθὼς εἰσῆλθε πρὸς τὸν Δαβίδ, ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν καὶ προσεκύνησε.3Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Δαβίδ, Πόθεν ἔρχεσαι; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν, Ἐγὼ ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Ἰσραήλ διεσώθην.4Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Δαβίδ, Τί συνέβη; εἰπὲ μοι, παρακαλῶ. Καὶ ἀπεκρίθη, Ὅτι ἔφυγεν ὁ λαὸς ἐκ τῆς μάχης, καὶ πολλοὶ μάλιστα ἐκ τοῦ λαοῦ ἔπεσον καὶ ἀπέθανον· ἀπέθανον δὲ καὶ Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ.
5Καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν νέον τὸν ἀπαγγέλλοντα πρὸς αὐτόν, Πῶς ἐξεύρεις ὅτι ἀπέθανεν ὁ Σαούλ, καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ;6Καὶ εἶπεν ὁ νέος ὁ ἀπαγγέλλων πρὸς αὐτόν, Εὐρέθην κατὰ τύχην ἐν τῷ ὄρει Γελβουέ, καὶ ἰδού, ὁ Σαοὺλ ἦτο κεκλιμένος ἐπὶ τοῦ δόρατος αὑτοῦ, καὶ ἰδού, αἱ ἅμαξαι καὶ οἱ ἱππεῖς κατέφθανον αὐτόν.7καὶ ὅτε ἔβλεψεν εἰς τὰ ὀπίσω αὑτοῦ, μὲ εἶδε καὶ μὲ ἐκάλεσε· καὶ ἀπεκρίθην, Ἰδού, ἐγώ.8Καὶ εἶπε πρὸς ἐμέ, Ποῖος εἶσαι; Καὶ ἀπεκρίθην πρὸς αὐτόν, Εἶμαι Ἀμαληκίτης.9Πάλιν εἶπε πρὸς ἐμέ, Στῆθι ἐπάνω μου, παρακαλῶ, καὶ θανάτωσόν με· διότι σκοτοδινίασις μὲ κατέλαβεν, ἐπειδή ἡ ζωή μου εἶναι ἔτι ὅλη ἐν ἐμοί.
10Ἐστάθην λοιπὸν ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσα αὐτόν· ἐπειδή ἤμην βέβαιος ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ ζήσῃ ἀφοῦ ἔπεσε· καὶ ἔλαβον τὸ διάδημα τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ τὸ βραχιόλιον τὸ ἐν τῷ βραχίονι αὐτοῦ, καὶ ἔφερα αὐτὰ ἐνταῦθα πρὸς τὸν κύριόν μου.
11Τότε πιάσας ὁ Δαβὶδ τὰ ἱμάτια αὑτοῦ, διέσχισεν αὐτά· καὶ πάντες ὁμοίως οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ.12Καὶ ἐπένθησαν καὶ ἔκλαυσαν καὶ ἐνήστευσαν ἕως ἑσπέρας διὰ τὸν Σαοὺλ καὶ διὰ Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ διὰ τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου καὶ διὰ τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ, διότι ἔπεσον διὰ ῥομφαίας.
13Εἶπε δὲ ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν νέον, τὸν ἀπαγγέλλοντα πρὸς αὐτόν, Πόθεν εἶσαι; Καὶ ἀπεκρίθη, Εἶμαι υἱὸς παροίκου τινὸς Ἀμαληκίτου.14Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Δαβίδ, Πῶς δὲν ἐφοβήθης νὰ ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου διὰ νὰ θανατώσῃς τὸν κεχρισμένον τοῦ Κυρίου;15Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Δαβὶδ ἕνα ἐκ τῶν νέων καὶ εἶπε, Πλησίασον, πέσον ἐπ᾿ αὐτόν. Καὶ ἐπάταξεν αὐτόν, καὶ ἀπέθανε.16Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Δαβίδ, Τὸ αἷμά σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου· διότι τὸ στόμα σου ἐμαρτύρησεν ἐναντίον σου, λέγων, Ἐγώ ἐθανάτωσα τὸν κεχρισμένον τοῦ Κυρίου.

Σκέψου

Κανείς δεν θα μπορούσε να πει ότι το μήνυμα της Γραφής είναι απλοϊκό ή ότι κολακεύει κάποιον. Περισσότερο μάλιστα, στη δύσκολη σημερινή περικοπή για τον θρήνο και την εκδίκηση. Ίσως μπορούμε να αντλήσουμε κάτι για κείνες τις στιγμές όπου περιστατικά, η ζωή και ο ίδιος ο Θεός δεν φαίνεται να δρουν όπως θα θέλαμε.

Γνωρίζουμε από το Α΄ Σαμουήλ 31 ότι ο Σαούλ δεν σκοτώθηκε από τον Αμαληκίτη της περικοπής μας, όσο περίτεχνη κι αν ήταν η αναφορά του στον Δαβίδ (εδ. 6-10). Ο Σαούλ είχε αφαιρέσει την ίδια του τη ζωή. Γιατί όμως να πει ψέματα ο Αμαληκίτης; Πιθανόν για να λάβει την εύνοια του νέου βασιλιά. Αλλά η καρδιά του Δαβίδ δεν ήταν σαν των άλλων (βλ. Α΄ Σαμουήλ 13:14). Έτσι, αντί για την αίσθηση θριάμβου, που θα είχε πλημμυρίσει άλλους βασιλιάδες (και ίσως κι εμάς), ο Δαβίδ κυριεύεται πρώτα από λύπη (εδ. 11). Δεν ήταν μια πράξη επίσημη και τυπική. Ο Δαβίδ πράγματι θρηνούσε για τον Σαούλ και τον γιο του Ιωνάθαν (εδ. 12). Έχεις ποτέ σκεφτεί την πρακτική της νηστείας για να εκφράσεις θρήνο, λύπη ή μετάνοια; Ο Δαβίδ διακατέχεται από φόβο Θεού και δεν μπορεί να πιστέψει ότι εκείνος ο Αμαληκίτης καταπάτησε τόσο εύκολα τον νόμο του Θεού (εδ. 14, Ψαλμός 105:15). Η εκτέλεση που ακολούθησε ήταν γρήγορη και πράξη αποφασιστική (εδ. 15-16).

Ανταποκρίσου
«Κύριε, βοήθησέ με να Σε αγαπώ και να Σε φοβάμαι περισσότερο. Αμήν.»
Η Βίβλος σε έναν χρόνο:

Β΄ Χρονικών 24–25, Εφεσίους 5

Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:

Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.