Προσευχήσου για κάποιον που ξέρεις ότι ευθύνεται για τον διωγμό και τον πόνο άλλων (βλ. Ματθαίος 5:44).
Ψαλμός 69
1[Εἰς τὸν πρῶτον μουσικόν, ὑπὸ Σοσανίμ. Ψαλμὸς τοῦ Δαβίδ.] Σῶσόν με, Θεέ, διότι εἰσῆλθον ὕδατα ἕως ψυχῆς μου.
2Ἐβυθίσθην εἰς βαθὺν πηλόν, ὅπου δὲν εἶναι τόπος στερεὸς διὰ νὰ σταθῶ· ἔφθασα εἰς τὰ βάθη τῶν ὑδάτων, καὶ τὸ ῥεῦμα μὲ κατακλύζει.
3Ἠτόνησα κράζων· ὁ λάρυγξ μου ἐξηράνθη· ἀπέκαμον οἱ ὀφθαλμοὶ μου ἀπὸ τοῦ νὰ περιμένω τὸν Θεὸν μου.
4Οἱ μισοῦντές με ἀναιτίως ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου· ἐκραταιώθησαν οἱ ἐχθροὶ μου οἱ προσπαθοῦντες νὰ μὲ ἀφανίσωσιν ἀδίκως. Τότε ἐγὼ ἐπέστρεψα ὅ, τι δὲν ἥρπασα.
5Θεέ, σὺ γνωρίζεις τὴν ἀφροσύνην μου· καὶ τὰ πλημμελήματά μου δὲν εἶναι κεκρυμμένα ἀπὸ σοῦ.
6Ἄς μή αἰσχυνθῶσιν ἐξ αἰτίας μου, Κύριε Θεὲ τῶν δυνάμεων, οἱ προσμένοντές σε· ἄς μή ἐντραπῶσι δι᾿ ἐμὲ οἱ ἐκζητοῦντές σε, Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ.
7Διότι ἕνεκα σοῦ ὑπέφερα ὀνειδισμόν· αἰσχύνη ἐκάλυψε τὸ πρόσωπόν μου.
8Ξένος ἔγεινα εἰς τοὺς ἀδελφοὺς μου, καὶ ἀλλογενής εἰς τοὺς υἱοὺς τῆς μητρὸς μου·
9Διότι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου μὲ κατέφαγε· καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ ἐμέ.
10Καὶ ἔκλαυσα ταλαιπωρῶν ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, ἀλλὰ τοῦτο ἔγεινεν εἰς ὄνειδός μου.
11Καὶ ἔκαμα τὸν σάκκον ἔνδυμά μου καὶ ἔγεινα εἰς αὐτοὺς παροιμία.
12Κατ᾿ ἐμοῦ λαλοῦσιν οἱ καθήμενοι ἐν ταῖς πύλαις, καὶ ἔγεινα σμα τῶν μεθυόντων.
13Ἐγὼ δὲ πρὸς σὲ κατευθύνω τὴν προσευχήν μου, Κύριε· καιρὸς εὐμενείας εἶναι· Θεέ, κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου, ἐπάκουσόν μου, κατὰ τὴν ἀλήθειαν τῆς σωτηρίας σου.
14Ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ τοῦ πηλοῦ, διὰ νὰ μή βυθισθῶ· ἄς ἐλευθερωθῶ ἐκ τῶν μισούντων με καὶ ἐκ τῶν βαθέων τῶν ὑδάτων.
15Ἄς μή μὲ κατακλύσῃ τὸ ῥεῦμα τῶν ὑδάτων, μηδὲ ἄς μὲ καταπίῃ ὁ βυθός· καὶ τὸ φρέαρ ἄς μή κλείσῃ τὸ στόμα αὑτοῦ ἐπ᾿ ἐμέ.
16Εἰσάκουσόν μου, Κύριε, διότι ἀγαθὸν εἶναι τὸ ἔλεός σου· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμέ.
17Καὶ μή κρύψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ δούλου σου· ἐπειδή θλίβομαι, ταχέως ἐπάκουσόν μου.
18Πλησίασον εἰς τὴν ψυχήν μου· λύτρωσον αὐτήν· ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου λύτρωσόν με.
19Σὺ γνωρίζεις τὸν ὀνειδισμὸν μου καὶ τὴν αἰσχύνην μου καὶ τὴν ἐντροπήν μου· ἐνώπιόν σου εἶναι πάντες οἱ θλίβοντές με.
20Ὀνειδισμὸς συνέτριψε τὴν καρδίαν μου· καὶ εἶμαι περίλυπος· περιέμεινα δὲ συλλυπούμενον, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε, καὶ παρηγορητάς, ἀλλὰ δὲν εὕρηκα.
21Καὶ ἔδωκαν εἰς ἐμὲ χολήν διὰ φαγητὸν μου, καὶ εἰς τὴν δίψαν μου μὲ ἐπότισαν ὄξος.
22Ἄς γείνῃ ἡ τράπεζα αὐτῶν ἔμπροσθεν αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς ἀνταπόδοσιν καὶ εἰς βρόχον.
23Ἄς σκοτισθῶσιν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν διὰ νὰ μή βλέπωσι· καὶ τὴν ῥάχιν αὐτῶν διαπαντὸς κύρτωσον.
24Ἔκχεε ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν ὀργήν σου· καὶ ὁ θυμὸς τῆς ἀγανακτήσεώς σου ἄς συλλάβῃ αὐτούς.
25Ἄς γείνωσιν ἔρημα τὰ παλάτια αὐτῶν· ἐν ταῖς σκηναῖς αὐτῶν ἄς μή ἦναι ὁ κατοικῶν.
26Διότι ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον σὺ ἐπάταξας, αὐτοὶ κατεδίωξαν· καὶ λαλοῦσι περὶ τοῦ πόνου ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ἐπλήγωσας.
27Πρόσθες ἀνομίαν ἐπὶ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν, καὶ ἄς μή εἰσέλθωσιν εἰς τὴν δικαιοσύνην σου.
28Ἄς ἐξαλειφθῶσιν ἐκ βίβλου ζώντων καὶ μετὰ τῶν δικαίων ἄς μή καταγραφθῶσιν.
29Ἐμὲ δέ, τὸν πτωχὸν καὶ λελυπημένον, ἡ σωτηρία σου, Θεέ, ἄς μὲ ὑψώσῃ.
30Θέλω αἰνέσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐν ᾠδῇ καὶ θέλω μεγαλύνει αὐτὸν ἐν ὕμνοις.
31Τοῦτο βεβαίως θέλει ἀρέσει εἰς τὸν Κύριον, ὑπὲρ μόσχον νέον ἔχοντα κέρατα καὶ ὁπλάς.
32Οἱ ταπεινοὶ θέλουσιν ἰδεῖ· θέλουσι εὐφρανθῆ· καὶ ἡ καρδία ὑμῶν τῶν ἐκζητούντων τὸν Θεὸν θέλει ζήσει.
33Διότι εἰσακούει τῶν πενήτων ὁ Κύριος καὶ τοὺς δεσμίους αὑτοῦ δὲν καταφρονεῖ.
34Ἄς αἰνέσωσιν αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ, αἱ θάλασσαι καὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐν αὐταῖς.
35Διότι ὁ Θεὸς θέλει σώσει τὴν Σιὼν, καὶ θέλει οἰκοδομήσει τὰς πόλεις τοῦ Ἰούδα· καὶ θέλουσι κατοικήσει ἐκεῖ καὶ θέλουσι κληρονομήσει αὐτήν.
36Καὶ τὸ σπέρμα τῶν δούλων αὐτοῦ θέλει κληρονομήσει αὐτήν, καὶ οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὄνομα αὐτοῦ θέλουσι κατοικεῖ ἐν αὐτῇ.
Κάθε συναίσθημα βρίσκεται εδώ, στους Ψαλμούς! Στον Ψαλμό 69 η ανθρώπινη ψυχή ανοίγεται ολότελα. Συγγνώμη αν, μετά από τα βαριά αναγνώσματα του Ιερεμία, περίμενες κάτι ανάλαφρο και ήρεμο. Δεν είναι έτσι αυτός ο Ψαλμός.
Τα σκαμπανεβάσματα του Ψαλμού 69 ξεκινούν με μια κραυγή: «Σώσον με». Σχηματίζεται η εικόνα κάποιου στα όρια της ελπίδας και των αποθεμάτων του. Σαν να μην έφτανε αυτό, υπάρχουν εχθροί που σχεδιάζουν τον φόνο του ψαλμωδού και – σε κάποιο βαθμό – ευθύνεται ο ψαλμωδός γι’ αυτό (εδ. 5). Κοιτώντας ψηλά στον Θεό από αυτό τον βούρκο, είναι εξωπραγματικό ότι ο ψαλμωδός μπορεί, στο εδάφιο 13, να γράφει για το «πλήθος του ελέους» και «την αλήθειαν της σωτηρίας» του Κυρίου.
Περιέργως, τα εδάφια 22-28 στρέφονται ξαφνικά σε απαίσιες κατάρες. Πώς γίνεται να το συνταιριάξουμε αυτό με το τελικό, πανηγυρικό τμήμα; Ας είμαστε ξεκάθαροι όπως και ο Ιησούς: αυτό το ξεχείλισμα πικρίας δεν είναι καλό (Ματθαίος 5:44). Είναι όμως αληθινό, ανθρώπινο και αντιμετωπίζεται μέχρι το τέλος του Ψαλμού. Τα σκοτεινά σημεία της Γραφής δεν είναι ποτέ το τέλος της ιστορίας.
Ιερεμίας 49–50, Ιωάννης 18
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]