«Τίνα άλλον έχω εν τω ουρανώ;» (Ψαλμός 73:25). Ευχαρίστησε τον Θεό γιατί ανήκεις σε Αυτόν.
Έξοδος 32:1-24
1Καὶ ἰδὼν ὁ λαὸς ὅτι ἐβράδυνεν ὁ Μωϋσῆς νὰ καταβῇ ἐκ τοῦ ὄρους, συνήχθη ὁ λαὸς ἐπὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν, Σηκώθητι, κάμε εἰς ἡμᾶς θεούς, οἵτινες νὰ προπορεύωνται ἡμῶν· διότι οὗτος ὁ Μωϋσῆς, ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, δὲν ἐξεύρομεν τί ἀπέγεινεν αὐτός.
2Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἀαρών, Ἀφαιρέσατε τὰ χρυσὰ ἐνώτια, τὰ ὁποῖα εἶναι εἰς τὰ ὦτα τῶν γυναικῶν σας, τῶν υἱῶν σας καὶ τῶν θυγατέρων σας, καὶ φέρετε πρὸς ἐμέ. 3Καὶ ἀφῄρεσε πᾶς ὁ λαὸς τὰ χρυσὰ ἐνώτια, τὰ ὁποῖα ἦσαν εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν, καὶ ἔφεραν πρὸς τὸν Ἀαρών.4Καὶ λαβὼν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν, διεμόρφωσεν αὐτὸ μὲ ἐργαλεῖον ἐγχαρακτικόν, καὶ ἔκαμεν αὐτὸ μόσχον χωνευτόν· οἱ δὲ εἶπον, Οὗτοι εἶναι οἱ θεοὶ σου, Ἰσραήλ, οἵτινες σὲ ἀνεβίβασαν ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
5Καὶ ὅτε εἶδε τοῦτο ὁ Ἀαρών, ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον ἔμπροσθεν αὐτοῦ· καὶ ἐκήρυξεν ὁ Ἀαρών, λέγων, Αὔριον εἶναι ἑορτή εἰς τὸν Κύριον.6Καὶ σηκωθέντες ἐνωρὶς τὴν ἐπαύριον, προσέφεραν ὁλοκαυτώματα καὶ ἔφεραν εἰρηνικὰς προσφοράς· καὶ ἐκάθισεν ὁ λαὸς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ, καὶ ἐσηκώθησαν νὰ παίζωσι.
7Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν, Ὕπαγε, κατάβηθι διότι ἠνόμησεν ὁ λαὸς σου, τὸν ὁποῖον ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου·8ἐξετράπησαν ταχέως ἐκ τῆς ὁδοῦ τὴν ὁποίαν προσέταξα εἰς αὐτούς· ἔκαμαν εἰς ἑαυτοὺς μόσχον χωνευτὸν καὶ προσεκύνησαν αὐτὸν καὶ ἐθυσίασαν εἰς αὐτὸν καὶ εἶπον, Οὗτοι εἶναι οἱ θεοὶ σου, Ἰσραήλ, οἵτινες σὲ ἀνεβίβασαν ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
9Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν, εἶδον τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ ἰδού, εἶναι λαὸς σκληροτράχηλος·10τώρα λοιπόν, ἄφες με, καὶ θέλει ἐξαφθῆ ἡ ὀργή μου ἐναντίον αὐτῶν καὶ θέλω ἐξολοθρεύσει αὐτούς· καὶ θέλω σὲ καταστήσει ἔθνος μέγα.
11Καὶ ἱκέτευσεν ὁ Μωϋσῆς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ καὶ εἶπε, Διὰ τί, Κύριε, ἐξάπτεται ἡ ὀργή σου ἐναντίον τοῦ λαοῦ σου, τὸν ὁποῖον ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου μετὰ μεγάλης δυνάμεως καὶ κραταιᾶς χειρὸς;12διὰ τί νὰ εἴπωσιν οἱ Αἰγύπτιοι, λέγοντες, Μὲ πονηρίαν ἐξήγαγεν αὐτούς, διὰ νὰ θανατώσῃ αὐτοὺς εἰς τὰ ὄρη καὶ νὰ ἐξολοθρεύσῃ αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς; ἐπίστρεψον ἀπὸ τῆς ἐξάψεως τῆς ὀργῆς σου καὶ μεταμελήθητι περὶ τοῦ κακοῦ τοῦ πρὸς τὸν λαὸν σου·13ἐνθυμήθητι τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰσραήλ, τοὺς δούλους σου, πρὸς τοὺς ὁποίους ὥμοσας ἐπὶ σεαυτὸν καὶ εἶπας πρὸς αὐτούς, Θέλω πληθύνει τὸ σπέρμα σας ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ· καὶ πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην περὶ τῆς ὁποίας ἐλάλησα, θέλω δώσει εἰς τὸ σπέρμα σας, καὶ θέλουσι κληρονομήσει αὐτήν διαπαντός.
14Καὶ μετεμελήθη ὁ Κύριος περὶ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον εἶπε νὰ κάμῃ κατὰ τοῦ λαοῦ αὑτοῦ.
15Καὶ στραφεὶς ὁ Μωϋσῆς κατέβη ἐκ τοῦ ὄρους, καὶ αἱ δύο πλάκες τοῦ μαρτυρίου ἦσαν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ· πλάκες γεγραμμέναι ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν· ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους καὶ ἐκ τοῦ ἄλλου ἦσαν γεγραμμέναι.16Καὶ αἱ πλάκες ἦσαν ἔργον Θεοῦ καὶ ἡ γραφή ἦτο γραφή Θεοῦ ἐγκεχαραγμένη ἐπὶ τὰς πλάκας.
17Καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς τὸν θόρυβον τοῦ λαοῦ ἀλαλάζοντος, εἶπε πρὸς τὸν Μωϋσῆν, Θόρυβος πολέμου εἶναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ.
18Ὁ δὲ εἶπε, Δὲν εἶναι φωνή ἀλαλαζόντων διὰ νίκην οὐδὲ φωνή βοώντων διὰ ἦτταν· φωνήν δόντων ἐγὼ ἀκούω.
19Καθὼς δὲ ἐπλησίασεν εἰς τὸ στρατόπεδον, εἶδε τὸν μόσχον καὶ χορούς· καὶ ἐξήφθη ὁ θυμὸς τοῦ Μωϋσέως, καὶ ἔρριψε τὰς πλάκας ἀπὸ τῶν χειρῶν αὑτοῦ καὶ συνέτριψεν αὐτὰς ὑπὸ τὸ ὄρος·20καὶ λαβὼν τὸν μόσχον, τὸν ὁποῖον εἶχον κάμει, κατέκαυσεν ἐν πυρί, καὶ συντρίψας ἑωσοῦ ἐλεπτύνθη, ἔσπειρεν ἐπὶ τὸ ὕδωρ καὶ ἐπότισε τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.
21Καὶ εἶπεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Ἀαρών, Τί ἔκαμεν εἰς σὲ ὁ λαὸς οὗτος, ὥστε ἐπέφερες ἐπ᾿ αὐτοὺς ἁμαρτίαν μεγάλην;22Καὶ εἶπεν ὁ Ἀαρών, Ἄς μή ἐξάπτηται ὁ θυμὸς τοῦ κυρίου μου· σὺ γνωρίζεις τὸν λαόν, ὅτι ἔγκειται εἰς τὴν κακίαν·23διότι εἶπον πρὸς ἐμέ, Κάμε εἰς ἡμᾶς θεούς, οἵτινες νὰ προπορεύωνται ἡμῶν· διότι οὗτος ὁ Μωϋσῆς, ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, δὲν ἐξεύρομεν τί ἀπέγεινεν αὐτός·24καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς, Ὅστις ἔχει χρυσίον, ἄς ἀφαιρέσωσιν αὐτὸ· καὶ ἔδωκαν εἰς ἐμέ· τότε ἔρριψα αὐτὸ εἰς τὸ πῦρ, καὶ ἐξῆλθεν ὁ μόσχος οὗτος.
Όταν διαβάζουμε για το χρυσό μοσχάρι, ίσως λέμε «μα καλά, τι σκέφτονταν;». Έξι εβδομάδες ήταν τόσο πολλές (24:18); Δεν είχαν μάθει ότι ο Θεός ζητάει αποκλειστικότητα (20:3-4); Και έπειτα, τι το φοβερό έχει ένα γυαλιστερό μοσχαράκι (εδ. 4); Αλλά ας σκάψουμε λίγο πιο βαθιά.
Ο λαός ήθελε χειροπιαστούς θεούς που θα «προπορεύονται» (εδ. 1). Έψαχναν επιβεβαίωση και καθοδήγηση σε μια εποχή που ο Θεός δεν μιλούσε. Κι εμείς στρεφόμαστε αλλού σε κρίσιμες στιγμές… Και η ηγεσία; Αντιμέτωπος με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους (βλ. Αριθμοί 1:46), ο Ααρών υπέκυψε (εδ. 2-4). Ήξερε ότι ήταν λάθος και προσπάθησε να ηρεμήσει τον λαό με μια γιορτή για τον Κύριο (εδ. 5). Είναι φανερό ότι φοβόταν τον λαό (εδ. 21-23) και η φτηνή δικαιολογία που έδωσε στον Μωυσή είναι κωμικοτραγική (εδ. 24). Ποιος από μας δεν έχει φοβηθεί την άποψη των άλλων, όταν καλούμαστε να υποστηρίξουμε αυτό που θέλει ο Θεός;
Ο Μωυσής ήξερε ότι τον Θεό έπρεπε να φοβάται, όχι κάποιον άνθρωπο (εδ. 9-10). Αν φοβόμαστε τη ζήλια ενός συζύγου (βλ. Παροιμίες 6:34), πώς θα σταθούμε μπροστά στη ζήλια του Θεού για τον λαό Του; Ο Μωυσής ικετεύει για τον λαό και ο Θεός ακούει την προσευχή του (εδ. 11-14).
Β΄ Βασιλέων 10–12, Β΄ Κορινθίους 5
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]