loader image
Ο άνδρας του χθες

Σάββατο, 28/09/2024

Εισαγωγή:

Β΄ Σαμουήλ 20–24
Αδύναμο τέλος

Το τέλος της ζωής του Δαβίδ πλησιάζει και αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ένας καταρρακωμένος άνθρωπος. Οι πολιτικές και στρατιωτικές του νίκες τώρα πια είναι μακρινές αναμνήσεις. Ο άνθρωπος που ένωσε αντίπαλες φυλές και εγκαθίδρυσε ένα βασίλειο είναι πλέον σκιά του παλιού του εαυτού.

Η κόρη του η Θάμαρ βιάστηκε από τον ετεροθαλή αδελφό της (Β΄ Σαμουήλ 13:1-21), ο οποίος φονεύεται από έναν άλλο γιο του Δαβίδ, τον Αβεσσαλώμ (Β΄ Σαμουήλ 13:23-39). Ο Αβεσσαλώμ σχεδιάζει πραξικόπημα εναντίον του Δαβίδ και πεθαίνει βάναυσα και βίαια (Β΄ Σαμουήλ 18:9-15). Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του Δαβίδ συνιστά ένα όχι και τόσο ευχάριστο διήγημα και τα επόμενα κεφάλαια μάλλον ηχούν σκληρά στα σύγχρονα αφτιά μας.

Εικόνες εκδίκησης και αιματοχυσίας κυριαρχούν (κεφ. 20– 21) συνοδευόμενες από υπέροχους ύμνους δοξολογίας (κεφ. 22, 23:1-7). Η ιστορία τελειώνει σε ένα διχαστικό επεισόδιο, καθώς ο Δαβίδ προκαλεί τη δυσαρέσκεια του Θεού προκηρύσσοντας εθνική απογραφή (24:10). Αλλά παρά τις πολλές του αποτυχίες, ο Ισραήλ τον θυμάται ως τον καλύτερο βασιλιά και ο ίδιος ο Ιησούς αποκαλούνταν Γιος του Δαβίδ (π.χ. Ματθαίος 15:22).

Προετοιμάσου

Στη γρήγορη, ψηφιακή εποχή, έρχομαι ενώπιον του δημιουργού ουρανού και γης, ορατών και αοράτων και, απλά, εμπιστεύομαι.

Απόσπασμα της Βίβλου:
Β΄ Σαμουήλ 20:1-26

1Συνέπεσε δὲ νὰ ἦναι ἐκεῖ ἄνθρωπός τις διεστραμμένος, ὀνομαζόμενος Σεβά, υἱὸς τοῦ Βιχρεί, Βενιαμίτης· καὶ ἐσάλπισε διὰ τῆς σάλπιγγος καὶ εἶπε, Δὲν ἔχομεν ἡμεῖς μέρος εἰς τὸν Δαβίδ, οὐδὲ ἔχομεν κληρονομίαν εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεσσαί· Ἰσραήλ, εἰς τὰς σκηνὰς αὑτοῦ ἕκαστος.
2Καὶ ἀνέβη πᾶς ἀνήρ Ἰσραήλ ἀπὸ ὄπισθεν τοῦ Δαβίδ, καὶ ἠκολούθησε Σεβὰ τὸν υἱὸν τοῦ Βιχρεί· οἱ δὲ ἄνδρες Ἰούδα ἔμειναν προσκεκολλημένοι εἰς τὸν βασιλέα αὑτῶν, ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου ἕως Ἱερουσαλήμ.
3Καὶ ἦλθεν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν οἶκον αὑτοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ· καὶ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς τὰς δέκα γυναῖκας τὰς παλλακάς, τὰς ὁποίας εἶχεν ἀφήσει διὰ νὰ φυλάττωσι τὸν οἶκον, καὶ ἔβαλεν αὐτὰς εἰς οἶκον φυλάξεως καὶ ἔτρεφεν αὐτάς· πλήν δὲν εἰσῆλθε πρὸς αὐτάς· καὶ ἔμειναν ἀποκεκλεισμέναι μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ θανάτου αὑτῶν, ζῶσαι ἐν χηρείᾳ.
4Εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Ἀμασά, Σύναξον εἰς ἐμὲ τοὺς ἄνδρας Ἰούδα ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν, καὶ σὺ νὰ παρευρεθῇς ἐνταῦθα.5Καὶ ὑπῆγεν ὁ Ἀμασὰ νὰ συνάξῃ τὸν Ἰούδαν· ἐβράδυνεν ὅμως ὑπὲρ τὸν ὡρισμένον καιρόν, τὸν ὁποῖον εἶχε διορίσει εἰς αὐτόν.6Καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Ἀβισαί, Τώρα ὁ Σεβὰ ὁ υἱὸς τοῦ Βιχρεὶ θέλει κάμει εἰς ἡμᾶς μεγαλήτερον κακὸν παρὰ τὸν Ἀβεσσαλώμ· λάβε σὺ τοὺς δούλους τοῦ κυρίου σου καὶ καταδίωξον ὀπίσω αὐτοῦ, διὰ νὰ μή εὕρῃ εἰς ἑαυτὸν πόλεις ὀχυρὰς καὶ διασωθῇ ἀπ᾿ ἔμπροσθεν ἡμῶν.7Καὶ ἐξῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰωὰβ καὶ οἱ Χερεθαῖοι καὶ οἱ Φελεθαῖοι καὶ πάντες οἱ δυνατοί· καὶ ἐξῆλθον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ καταδιώξωσιν ὀπίσω τοῦ Σεβά, υἱοῦ τοῦ Βιχρεί.
8Ὅτε ἔφθασαν πλησίον τῆς μεγάλης πέτρας, τῆς ἐν Γαβαών, ὁ Ἀμασὰ ἦλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῶν. Ὁ δὲ Ἰωὰβ εἶχε περιεζωσμένον τὸ ἱμάτιον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἐνδεδυμένος, καὶ ἐπ᾿ αὐτὸ περιεζωσμένην τὴν μάχαιραν, κρεμαμένην εἰς τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ ἐν τῇ θήκῃ αὑτῆς· καὶ καθὼς ἐξῆλθεν αὐτός, ἔπεσε.9Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωὰβ πρὸς τὸν Ἀμασά, Ὑγιαίνεις, ἀδελφέ μου; Καὶ ἐπίασεν ὁ Ἰωὰβ τὸν Ἀμασὰ μὲ τὴν δεξιὰν αὑτοῦ χεῖρα ἀπὸ τοῦ πώγωνος, διὰ νὰ φιλήσῃ αὐτόν.
10Ὁ δὲ Ἀμασὰ δὲν ἐφυλάχθη τὴν μάχαιραν, ἥτις ἦτο ἐν τῇ χειρὶ τοῦ Ἰωάβ· καὶ ὁ Ἰωὰβ ἐπάταξεν αὐτὸν δι᾿ αὐτῆς εἰς τὴν πέμπτην πλευράν, καὶ ἔχυσε τὰ ἐντόσθια αὐτοῦ κατὰ γῆς καὶ δὲν ἐδευτέρωσεν εἰς αὐτόν· καὶ ἀπέθανε. Τότε ὁ Ἰωὰβ καὶ Ἀβισαὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ κατεδίωξαν ὀπίσω τοῦ Σεβά, υἱοῦ τοῦ ἐν Βιχρεί.11Εἷς δὲ ἐκ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Ἰωὰβ ἐστάθη πλησίον τοῦ Ἀμασὰ καὶ εἶπεν, Ὅστις ἀγαπᾷ τὸν Ἰωάβ, καὶ ὅστις εἶναι τοῦ Δαβίδ, ἄς ἀκολουθῇ τὸν Ἰωάβ.12Ὁ δὲ Ἀμασὰ ἔκειτο αἱματοκυλισμένος ἐκ μέσῳ τῆς ὁδοῦ. Καὶ ὅτε εἶδεν οὗτος ὁ ἀνήρ ὅτι πᾶς ὁ λαὸς ἵστατο, ἔσυρε τὸν Ἀμασὰ ἐκ τῆς ὁδοῦ εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἔρριψεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἱμάτιον, καθὼς εἶδεν ὅτι πᾶς ὁ ἐρχόμενος πρὸς αὐτὸν ἵστατο.13Ἀφοῦ μετετοπίσθη ἐκ τῆς ὁδοῦ, πᾶς ὁ λαὸς ἐπέρασεν ὀπίσω τοῦ Ἰωάβ, διὰ νὰ καταδιώξωσι τὸν Σεβά, υἱὸν τοῦ Βιχρεί.
14Ἐκεῖνος δὲ διῆλθε διὰ πασῶν τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ εἰς Ἀβὲλ καὶ εἰς Βαὶθ-μααχά, μετὰ πάντων τῶν Βηριτῶν, οἵτινες συνήχθησαν ὁμοῦ καὶ ἠκολούθησαν αὐτὸν καὶ αὐτοί.15Τότε ἦλθον καὶ ἐπολιόρκησαν αὐτὸν ἐν Ἀβὲλ-βαὶθ-μααχά, καὶ ὕψωσαν πρόχωμα ἐναντίον τῆς πόλεως, στήσαντες αὐτὸ πλησίον τοῦ προτειχίσματος, καὶ πᾶς ὁ λαός, ὁ μετὰ τοῦ Ἰωάβ, διώρυσσον τὸ τεῖχος διὰ νὰ κρημνίσωσιν αὐτό.
16Τότε γυνή τις σοφή ἐβόησεν ἐκ τῆς πόλεως, Ἀκούσατε, ἀκούσατε· εἴπατε, παρακαλῶ, πρὸς τὸν Ἰωάβ, Πλησίασον ἕως ἐνταῦθα, καὶ θέλω λαλήσει πρὸς σέ.17Καὶ ὅτε ἐπλησίασεν εἰς αὐτήν, ἡ γυνή εἶπε, Σὺ εἶσαι ὁ Ἰωάβ; Ὁ δὲ ἀπεκρίθη, Ἐγώ. Τότε εἶπε πρὸς αὐτόν, Ἄκουσον τοὺς λόγους τῆς δούλης σου. Καὶ ἀπεκρίθη, Ἀκούω.
18Καὶ εἶπε, λέγουσα, Ἐσυνείθιζον νὰ λέγωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, λέγοντες, Ἄς ὑπάγωσι νὰ ζητήσωσι συμβουλήν εἰς Ἀβέλ· καὶ οὕτως ἐτελείοναν τὴν ὑπόθεσιν·19ἐγὼ εἶμαι ἐκ τῶν εἰρηνικῶν καὶ πιστῶν τοῦ Ἰσραήλ· σὺ ζητεῖς νὰ καταστρέψῃς πόλιν, μάλιστα μητρόπολιν μεταξὺ τοῦ Ἰσραήλ· διὰ τί θέλεις νὰ ἀφανίσῃς τὴν κληρονομίαν τοῦ Κυρίου;
20Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰωάβ, εἶπε, Μή γένοιτο, μή γένοιτο εἰς ἐμὲ νὰ ἀφανίσω ἤ νὰ καταστρέψω!21τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι οὕτως· ἀλλὰ ἀνήρ τις ἐκ τοῦ ὄρους Ἐφραΐμ, ὀνομαζόμενος Σεβά, υἱὸς Βιχρεί, ἐσήκωσε τὴν χεῖρα αὑτοῦ κατὰ τοῦ βασιλέως, κατὰ τοῦ Δαβίδ· παράδος αὐτὸν μόνον, καὶ θέλω ἀναχωρήσει ἀπὸ τῆς πόλεως. Καὶ εἶπεν ἡ γυνή πρὸς τὸν Ἰωάβ, Ἰδού, ἡ κεφαλή αὐτοῦ θέλει ῥιφθῆ πρὸς σὲ ἀπὸ τοῦ τείχους.
22Καὶ ἦλθεν ἡ γυνή πρὸς πάντα τὸν λαὸν λαλοῦσα ἐν τῇ σοφίᾳ αὑτῆς. Καὶ ἔκοψαν τὴν κεφαλήν τοῦ Σεβά, υἱοῦ τοῦ Βιχρεί, καὶ ἔρριψαν πρὸς τὸν Ἰωάβ. Τότε ἐσάλπισε διὰ τῆς σάλπιγγος καὶ διεκορπίσθησαν ἀπὸ τῆς πόλεως, ἕκαστος εἰς τὴν σκηνήν αὑτοῦ. Καὶ ὁ Ἰωὰβ ἔστρεψεν εἰς Ἱερουσαλήμ πρὸς τὸν βασιλέα.
23Ἦτο δὲ ὁ Ἰωὰβ ἐπὶ παντὸς τοῦ στρατεύματος τοῦ Ἰσραήλ· ὁ δὲ Βεναΐας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωδαέ, ἐπὶ τῶν Χερεθαίων καὶ ἐπὶ τῶν Φελεθαίων·24καὶ Ἀδωρὰμ ἦτο ἐπὶ τῶν φόρων· καὶ Ἰωσαφάτ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀχιλούδ, ὑπομνηματογράφος·25καὶ ὁ Σεβά, Γραμματεύς· ὁ δὲ Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ, ἱερεῖς·26καὶ ἔτι Ἰράς, ὁ Ἰαειρίτης, ἦτο αὐλάρχης πλησίον τοῦ Δαβίδ.

Σκέψου

Έχω ακούσει να λέγεται: «Όλες οι πολιτικές καριέρες καταλήγουν σε αποτυχία». Αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον βασιλιά Δαβίδ στα τελευταία κεφάλαια του Β΄ Σαμουήλ.

Μετά από την εξάντληση και τον πόνο της ήττας του Αβεσσαλώμ, ο Δαβίδ είναι επικίνδυνα ευάλωτος μπροστά σε άλλες επιθέσεις. Η περασμένη δόξα του δεν τον βοηθάει τώρα. Ο Σιβά αντιλαμβάνεται αυτή την αδυναμία και κάνει την κίνησή του. Είναι ένας λαϊκιστής ηγέτης, ο οποίος επικαλείται τις σχέσεις μεταξύ των φυλών και προκαλεί έχθρα ενάντια στην κυρίαρχη φυλή του Ιούδα και ενάντια στην Ιερουσαλήμ. Και είναι αποτελεσματικός ηγέτης· όλοι οι άνδρες του Ισραήλ εγκαταλείπουν τον Δαβίδ και ακολουθούν τον Σιβά.

Αναγνωρίζουμε γνωστά στοιχεία σε αυτή την ιστορία. Παρά τη χρονική απόσταση χιλιάδων χρόνων, η αφήγηση δίνει την αίσθηση του σύγχρονου. Η αποχώρηση οπαδών, η ανάδυση αντιπολίτευσης που εκμεταλλεύεται εθνικά συναισθήματα, η έκρηξη του εμφυλίου: αυτή η σειρά γεγονότων έχει επαναληφθεί πολλές φορές, σε κάθε κουλτούρα μέσα σε όλη την ιστορία.

Ανταποκρίσου
«Θυμάμαι όσους ξέρω ότι πιέζονται και θέλουν να τα παρατήσουν. Κύριε, Σου ζητώ να τους δίνεις από την πηγή του ζωντανού νερού».
Η Βίβλος σε έναν χρόνο:

Ησαΐας 55–56, Εβραίους 10

Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:

Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.