Εισαγωγή:
Ο Παύλος είχε ιδρύσει την εκκλησία στην Κόρινθο στο δεύτερο ιεραποστολικό του ταξίδι (Πράξεις 18). Η εκκλησία αγωνιζόταν να ζήσει σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές μέσα σε έναν ειδωλολατρικό κόσμο. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε πολλαπλασιάστηκαν, καθώς εμφανίστηκαν ψευδοδιδάσκαλοι (όπως έχουμε δει). Δεν ξέρουμε τις λεπτομέρειες της διδασκαλίας τους, αλλά φαίνεται ότι ο κόσμος τούς είχε σε μεγάλη εκτίμηση. Για να απαντήσει στις πληροφορίες που λαμβάνει από την Κόρινθο, ο Παύλος γράφει κάποιες επιστολές και μόνο δύο από αυτές σώζονται στη Βίβλο.
Στην Α΄ και Β΄ Κορινθίους ο Παύλος αναφέρεται σε θέματα που απασχολούν και τους χριστιανούς του 21ου αιώνα. Τα λόγια του Παύλου έχουν πολλά να μας διδάξουν για την προσωπική ζωή του χριστιανού και για τη ζωή της εκκλησίας, που πρέπει να είναι διαφορετική μέσα στην κοσμική κοινωνία.
Το απόσπασμά μας ξεκινάει με αναφορές σε μια άλλη επιστολή, όπου ο Παύλος είχε επιπλήξει τους Κορίνθιους, επειδή ανέχονταν αμαρτωλές συμπεριφορές (7:8). Πώς ανταποκρίθηκαν; Έπειτα, μιλά για την ανάγκη που έχουν οι πιστοί να μοιράζονται τα αγαθά τους μεταξύ τους και θέτει τις αρχές της χριστιανικής προσφοράς.
Ο Παύλος βρίσκεται μπροστά στην ανάγκη να ανταποκριθεί στις επιθέσεις που έγιναν κατά της εξουσίας του από τους «υπερ-αποστόλους» που έχουν κερδίσει χωρίς να το αξίζουν τον σεβασμό στην Κόρινθο, σε μεγάλο βαθμό δυσφημίζοντας τον Παύλο. Βλέπουμε την ειλικρίνεια στις προτεραιότητες του Παύλου, καθώς αρνείται να προωθήσει τον εαυτό του και εστιάζει στη δική του αδυναμία και στη χάρη του Θεού.
Ο Ντόναλντ Κάρσον έγραψε: «Εδώ είναι η καρδιά ενός αληθινού αποστόλου, ενός χριστιανού τόσο βυθισμένου σε ριζοσπαστική μαθητεία και σταθερή αυτοπειθαρχία, που κάθε ενδιαφέρον του στρέφεται προς τους ανθρώπους που υπηρετεί και όχι για τη φήμη του.
Ζήτα από τον Θεό να σου δείξει μια πτυχή της ζωής σου που Εκείνος θέλει να αλλάξει.
Β΄ Κορινθίους 7:2-16
2Δέχθητε ἡμᾶς ἐν ὑμῖν· οὐδένα ἠδικήσαμεν, οὐδένα ἐφθείραμεν, εἰς οὐδένα ἐστάθημεν πλεονέκται.3Δὲν λέγω τοῦτο πρὸς κατάκρισίν σας· διότι προεῖπον ὅτι εἶσθε ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ὥστε νὰ συναποθάνωμεν καὶ νὰ συζῶμεν.4Πολλήν παρρησίαν ἔχω πρὸς ἐσᾶς, πολλήν καύχησιν ἔχω διὰ σᾶς· εἶμαι πλήρης παρηγορίας, ἔχω ὑπερπερισσεύουσαν τὴν χαρὰν εἰς ὅλην τὴν θλῖψιν ἡμῶν.
5Διότι ἀφοῦ ἤλθομεν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἄνεσιν ἔλαβεν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλὰ κατὰ πάντα ἐθλιβόμεθα· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι.6Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ὁ παρηγορῶν τοὺς ταπεινοὺς παρηγόρησεν ἡμᾶς διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Τίτου·7καὶ οὐχὶ μόνον διὰ τῆς παρουσίας αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς παρηγορίας, τὴν ὁποίαν παρηγορήθη διὰ σᾶς, ἀναγγέλλων πρὸς ἡμᾶς τὸν μέγαν πόθον σας, τὸν ὀδυρμὸν σας, τὸν ζῆλόν σας ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε περισσότερον ἐχάρην,8διότι ἐὰν καὶ σᾶς ἐλύπησα διὰ τῆς ἐπιστολῆς, δὲν μετανοῶ, ἄν καὶ μετενόουν· ἐπειδή βλέπω ὅτι ἡ ἐπιστολή ἐκείνη, ἄν καὶ πρὸς ὥραν, σᾶς ἐλύπησε.9Τώρα χαίρω, οὐχὶ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ᾿ ὅτι ἐλυπήθητε πρὸς μετάνοιαν· διότι ἐλυπήθητε κατὰ Θεόν, διὰ νὰ μή ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν εἰς οὐδέν.10Διότι ἡ κατὰ Θεὸν λύπη γεννᾷ μετάνοιαν πρὸς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον· ἡ λύπη ὅμως τοῦ κόσμου γεννᾷ θάνατον.11Διότι ἰδού, αὐτὸ τοῦτο, τὸ ὅτι ἐλυπήθητε κατὰ Θεόν, πόσην σπουδήν ἐγέννησεν εἰς ἐσᾶς, ἀλλὰ ἀπολογίαν, ἀλλὰ ἀγανάκτησιν, ἀλλὰ φόβον, ἀλλὰ πόθον, ἀλλὰ ζῆλον, ἀλλ᾿ ἐκδίκησιν. Κατὰ πάντα ἀπεδείξατε ἑαυτοὺς ὅτι εἶσθε καθαροὶ εἰς τοῦτο τὸ πρᾶγμα. 12Λοιπόν, ἄν καὶ σᾶς ἔγραψα, δὲν ἔκαμον τοῦτο διὰ τὸν ἀδικήσαντα, οὐδὲ διὰ τὸν ἀδικηθέντα, ἀλλὰ διὰ νὰ φανερωθῇ πρὸς ἐσᾶς ἡ σπουδή ἡμῶν, τὴν ὁποίαν ἔχομεν διὰ σᾶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
13Διὰ τοῦτο παρηγορήθημεν διὰ τὴν παρηγορίαν σας, καὶ ἔτι περισσότερον ἐχάρημεν διὰ τὴν χαρὰν τοῦ Τίτου, ὅτι ἀνεπαύθη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ παρὰ πάντων ὑμῶν·14διότι ἐὰν ἐκαυχήθην τι πρὸς αὐτὸν διὰ σᾶς, δὲν κατῃσχύνθην, ἀλλὰ καθὼς σᾶς ἐλαλήσαμεν πάντα ἐν ἀληθείᾳ, οὕτω καὶ ἡ καύχησις ἡμῶν ἡ πρὸς τὸν Τίτον ἔγεινεν ἀλήθεια.15Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ αὐξάνει περισσότερον πρὸς ἐσᾶς, ὅταν ἐνθυμῆται τὴν ὑπακοήν πάντων ὑμῶν, πῶς μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐδέχθητε αὐτόν.16Χαίρω λοιπὸν ὅτι κατὰ πάντα ἔχω θάρρος εἰς ἐσᾶς.
Έστειλες ποτέ ένα γράμμα ή μέιλ και μετά το μετάνιωσες; Ίσως είπες πράγματα που δεν έπρεπε. Ή μπορούσες να τα διατυπώσεις αλλιώς. Ζούμε σε έναν κόσμο άμεσης επικοινωνίας. Φαντάσου πώς ήταν όταν οι επιστολές γράφονταν με το χέρι και η αποστολή ήταν χρονοβόρα. Για να λάβεις την απάντηση, περνούσε πολύς καιρός.
Ο Παύλος είχε γράψει μια ακόμα επιστολή μετά από εκείνη που γνωρίζουμε ως Α΄ Κορινθίους, στην εκκλησία που είχε ιδρύσει στην Κόρινθο. Εκεί επέπληττε τη συμπεριφορά τους και καλούσε σε αλλαγή. Καθώς ταξίδευε στη Μακεδονία (Πράξεις 20:1-4), ο Παύλος συναντά τον φίλο του τον Τίτο, που είχε παραδώσει την αυστηρή επιστολή. Πώς αντέδρασε η εκκλησία στην κριτική; Ο Τίτος έφερε καλά νέα· η επιστολή είχε θετική αποδοχή και οι Κορίνθιοι αναγνώρισαν το λάθος τους (εδ. 7). Πώς αντιδράς όταν κάποιος σου δείχνει κάποιο λάθος σου; Άρνηση; Οργή; Αυτοδικαίωση; Ή παραδέχεσαι το πρόβλημα και αποφασίζεις να αλλάξεις;
Ο Παύλος αντιπαραβάλλει την «κατά Θεόν λύπη» με τη «λύπη του κόσμου» (εδ. 10). Το πρώτο οδηγεί στην απόφαση να ζήσουμε με τρόπο που ευχαριστεί τον Θεό· το δεύτερο χαρακτηρίζεται από ενοχή, αλλά δίχως αλλαγή. Όπως έλπιζε ο Παύλος, οι Κορίνθιοι εντυπωσίασαν τον Τίτο: ήταν έτοιμοι να διορθωθούν. Τους γράφει τώρα για να τους ενθαρρύνει και να τους παρακινήσει περισσότερο.
Α΄ Χρονικών 19–21, Ψαλμός 69
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]