«Δοκίμασόν με, Θεέ, και γνώρισον την καρδίαν μου· εξέτασόν με και μάθε τους στοχασμούς μου» (Ψαλμός 139:23).
Ψαλμός 59
1[Εἰς τὸν πρῶτον μουσικόν, ἐπὶ Ἄλ-τασχέθ, Μικτὰμ τοῦ Δαβίδ, ὅτε ἔστειλε ὁ Σαούλ, καὶ παρεφύλαττον τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διὰ νὰ θανατώσωσιν αὐτόν.] Ἐλευθέρωσόν με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Θεὲ μου· ὑπεράσπισόν με ἀπὸ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμέ.
2Ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν καὶ σῶσόν με ἀπὸ ἀνδρῶν αἱμάτων.
3Διότι, ἰδού, ἐνεδρεύουσι τὴν ψυχήν μου· δυνατοὶ συνήχθησαν κατ᾿ ἐμοῦ· οὐχί, Κύριε, διὰ ἀνομίαν μου οὐδὲ διὰ ἁμαρτίαν μου·
4χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ἐν ἐμοὶ ἀνομία, τρέχουσι καὶ ἑτοιμάζονται. Ἐξεγέρθητι εἰς συνάντησίν μου καὶ ἰδέ.
5Σὺ λοιπόν, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἐξύπνησον διὰ νὰ ἐπισκεφθῇς πάντα τὰ ἔθνη. Μή ἐλεήσῃς μηδένα ἐκ τῶν δολίων παραβατῶν.
Διάψαλμα.
6Ἐπιστρέφουσι τὸ ἑσπέρας· ὑλακτοῦσιν ὡς κύνες καὶ κυκλοῦσι τὴν πόλιν.
7Ἰδού, αὐτοὶ ἐκχέουσι λόγους διὰ τοῦ στόματος αὑτῶν· ῥομφαῖαι εἶναι εἰς τὰ χείλη αὐτῶν· ἐπειδή λέγουσι, Τίς ἀκούει;
8Ἀλλὰ σύ, Κύριε, θέλεις γελάσει ἐπ᾿ αὐτούς· θέλεις μυκτηρίσει πάντα τὰ ἔθνη.
9Ἐν τῇ δυνάμει αὐτῶν ἐπὶ σὲ θέλω ἐλπίζει· διότι σύ, Θεέ, εἶσαι τὸ προπύργιόν μου.
10Ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους μου θέλει μὲ προφθάσει· ὁ Θεὸς θέλει μὲ κάμει νὰ ἴδω τὴν ἐκδίκησιν ἐπὶ τοὺς παραφυλάττοντάς με.
11Μή φονεύσῃς αὐτούς, μήποτε λησμονήσῃ αὐτὸ ὁ λαὸς μου· διασκόρπισον αὐτοὺς ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ ταπείνωσον αὐτούς, Κύριε, ἡ ἀσπὶς ἡμῶν.
12Διὰ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ στόματος αὐτῶν, διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων αὑτῶν, ἄς πιασθῶσιν ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ αὑτῶν· καὶ διὰ τὴν κατάραν καὶ τὸ ψεῦδος, τὰ ὁποῖα λαλοῦσι.
13Κατάστρεψον αὐτούς, ἐν ὀργῇ κατάστρεψον αὐτούς, ὥστε νὰ μή ὑπάρχωσι· καὶ ἄς γνωρίσωσιν ὅτι ὁ Θεὸς δεσπόζει ἐν Ἰακώβ, ἕως τῶν περάτων τῆς γῆς.
Διάψαλμα.
14Ἄς ἐπιστρέφωσι λοιπὸν τὸ ἑσπέρας, ἄς ὑλακτῶσιν ὡς κύνες καὶ ἄς περικυκλῶσι τὴν πόλιν.
15Ἄς περιπλανῶνται διὰ τροφήν· καὶ ἄν δὲν χορτασθῶσιν, ἄς γογγύζωσιν.
16Ἐγὼ δὲ θέλω ψάλλει τὴν δύναμίν σου, καὶ τὸ πρωΐ θέλω ὑμνολογεῖ ἐν ἀγαλλιάσει τὸ ἔλεός σου· διότι ἔγεινες προπύργιόν μου καὶ καταφύγιον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς θλίψεώς μου.
17Ὦ δύναμίς μου, σὲ θέλω ψαλμωδεῖ· διότι σύ, Θεέ, εἶσαι τὸ προπύργιόν μου, ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους μου.
Πριν από κάποια χρόνια, ένας βαριά τραυματισμένος άνδρας διασώθηκε από έναν απομονωμένο καταυλισμό στην Αλάσκα. Μια αρκούδα τού είχε επιτεθεί και επέστρεφε κάθε βράδυ επί μια βδομάδα μέχρι τη διάσωση. Σε αυτό τον Ψαλμό περιγράφεται μια παρόμοια σειρά από τρομακτικές βραδιές, σαν σκυλιά που γρυλίζουν κάθε δειλινό (εδ. 6, 14). Κάτι τέτοιο βιώνουν σήμερα, για παράδειγμα, θύματα οικογενειακής βίας και άνθρωποι σε περιοχές όπου διεξάγεται πόλεμος.
Για κάποιους από εμάς, τα «σκυλιά» έρχονται με τη μορφή φόβου και άγχους, σκοτεινών σκέψεων και μοναξιάς. Αλλά, απαντώντας στα σκυλιά, ένα άλλο ρεφραίν επιστρέφει τακτικά (εδ. 9, 17): ο Θεός είναι η δύναμη και το οχυρό μας, ο Θεός της αγάπης (εδ. 16).
Αυτός ο Ψαλμός περιέχει μια σκέψη συχνή στην Παλιά Διαθήκη. Το κακό τελικά καταστρέφει τον εαυτό του. Αυτό εκφράζεται ως προσευχή (εδ. 12-13) και είναι απλά θέμα χρόνου. Πράγματα που με τρομάζουν είναι ένα τίποτα μπροστά στον Θεό (εδ. 8). Η επωδός μάς υπενθυμίζει ότι ο Θεός είναι το φρούριό μας, ο Θεός της αγάπης. Σε αυτό το φρούριο μπορούμε να καταφεύγουμε για να Τον δούμε να δρα (εδ. 9) και να Τον δοξάσουμε (εδ. 17).
Παροιμίες 21–22, Α΄ Θεσσαλονικείς 3
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]