40Πόσες φορές στην έρημο ξεσηκωθήκαν εναντίον του,
τον λύπησαν στην άνυδρη τη γη!
41Ξανάρχισαν να προκαλούνε το Θεό,
να πικραίνουν τον Άγιο Θεό του Ισραήλ.
42Λησμόνησαν τη δύναμή του,
τη μέρα που τους ελευθέρωσε
από την εξουσία του εχθρού·
43τα θαύματα που έκανε στην Αίγυπτο,
τα θαυμαστά του έργα στην πεδιάδα της Σοάν.
44Άλλαξε των Αιγυπτίων τα ποτάμια
και τα ’κανε αίμα·
και τα ρυάκια τους δεν ήτανε πια πόσιμα.
45Μύγες τούς έστειλε και τους κατέφαγαν
και βάτραχους και τους εξολοθρέψαν.
46Παρέδωσε σ’ ακρίδες τη σοδειά τους
και τον καρπό του μόχθου τους σ’ ακριδομάνες.
47Με το χαλάζι χάλασε τ’ αμπέλια τους·
και με τον πάγο τις συκιές τους.
48Παράτησε τα ζωντανά τους στο χαλάζι
και τα κοπάδια τους στους κεραυνούς.
49Τους έστειλε την πυρωμένη οργή του,
θυμό, μανία και θλίψη,
στρατιά αγγέλων συμφοράς.
50Άφησε την οργή του ελεύθερη·
δε γλίτωσε απ’ το θάνατο τη ζωή τους
μα στην πανούκλα τούς παρέδωσε.
51Όλα τα πρωτογέννητα στην Αίγυπτο τα εξόντωσε,
τους πρωτοτόκους στις σκηνές του Χαμ.
52Κι έβγαλε το λαό του σαν τα πρόβατα,
τους έφερε στην έρημο καθώς κοπάδι.
53Με ασφάλεια τους οδήγησε
και δε φοβήθηκαν
κι η θάλασσα κατάπιε τους εχθρούς τους.
54Στη χώρα της αγιότητάς του τους οδήγησε,
στο βουνό ετούτο,
που με τη δύναμή του το απόκτησε.
55Ειδωλολατρικούς λαούς απόδιωξε από μπρος τους,
τους μοίρασε τη γη κληρονομιά τους·
και στις σκηνές τους μέσα εγκατέστησε
τις φυλές του Ισραήλ.
56Αυτοί όμως θέλησαν να προκαλέσουν το Θεό τον ύψιστο,
και ορθωθήκαν εναντίον του·
τις εντολές του δεν τις τήρησαν.
57Απίστησαν και λοξοδρόμησαν
σαν τους προγόνους τους,
ξαστόχησαν σαν το στραβό το τόξο.
58Τον εξοργίσαν με τους ιερούς τόπους τους
τον πίκραναν γιατί προτίμησαν τ’ ανάγλυφά τους.
59Άκουσε ο Θεός κι οργίστηκε,
σιχάθηκε βαθιά τον Ισραήλ.
60Την κατοικία του στη Σιλώ την εγκατέλειψε·
τη σκηνή όπου έμενε
στους ανθρώπους ανάμεσα.
61Άφησε στην αιχμαλωσία τη δύναμή του
και τη μεγαλοπρέπειά του στον εχθρό.
62Στη σφαγή το λαό του παρέδωσε
κι οργίστηκε στους κληρονόμους του ενάντια.
63Κατέκαψε τους νέους τους η φωτιά
κι οι κόρες τους δεν παντρευτήκαν.
64Με ξίφος θανατώθηκαν οι ιερείς τους
κι οι χήρες τους δεν πένθησαν.
65Τότε ορθώθηκε σαν απ’ τον ύπνο ο Κύριος·
σαν ήρωας, που τον φαιδρύνει το κρασί.
66Και τσάκισε τα νώτα των εχθρών,
τους έριξε για πάντα στην ντροπή.
67Απέρριψε την οικογένεια του Ιωσήφ
και τη φυλή του Εφραΐμ δεν την προτίμησε.
68Μα διάλεξε του Ιούδα τη φυλή,
το όρος της Σιών, αυτό που αγάπησε.
69Κι έχτισε σαν τα ουράνια ύψη το ναό του·
και σαν τη γη αιώνια το θεμέλιωσε.
70Το δούλο του διάλεξε το Δαβίδ,
τον πήρε απ’ τα κοπάδια των προβάτων.
71Τον κάλεσε από ’κει που ήταν πίσω απ’ το κοπάδι,
για να ποιμαίνει το λαό του τον Ιακώβ,
τον Ισραήλ που του ανήκει.
72Κι αυτός τους φρόντισε μ’ ευθύτητα καρδιάς
και τους οδήγησε με χέρι έμπειρο.