«Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, για τις ιστορίες του Δαβίδ. Μίλησέ μου μέσα από το έργο Σου στη ζωή του. Αμήν».
Α' Σαμουήλ 25:23-44
23Καὶ καθὼς εἶδεν ἡ Ἀβιγαία τὸν Δαβίδ, ἔσπευσε καὶ κατέβη ἀπὸ τοῦ ὄνου καὶ ἔπεσεν ἐνώπιον τοῦ Δαβὶδ κατὰ πρόσωπον καὶ προσεκύνησεν ἕως ἐδάφους.24Καὶ προσέπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ εἶπεν, Ἐπ᾿ ἐμέ, ἐπ᾿ ἐμέ, κύριέ μου, ἄς ἦναι αὕτη ἡ ἀδικία· καὶ ἄς λαλήσῃ, παρακαλῶ, ἡ δούλη σου εἰς τὰ ὦτά σου, καὶ ἄκουσον τοὺς λόγους τῆς δούλης σου.25Ἄς μή δώσῃ ὁ κύριός μου, παρακαλῶ, οὐδεμίαν προσοχήν εἰς τοῦτον τὸν δύστροπον ἄνθρωπον, τὸν Νάβαλ· διότι κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ, τοιοῦτος εἶναι· Νάβαλ τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἀφροσύνη μετ᾿ αὐτοῦ· ἐγὼ δὲ ἡ δούλη σου δὲν εἶδον τοὺς νέους τοῦ κυρίου μου, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλας.
26Τώρα λοιπὸν, κύριε μου, ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, ὁ Κύριος βεβαίως σὲ ἐκράτησεν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐμβῇς εἰς αἷμα καὶ νὰ ἐκδικηθῇς διὰ τῆς χειρὸς σου· τώρα δὲ οἱ ἐχθροὶ σου καὶ οἱ ζητοῦντες κακὸν εἰς τὸν κύριόν μου, ἄς ἦναι ὡς ὁ Νάβαλ.27Καὶ τώρα αὕτη ἡ προσφορά, τὴν ὁποίαν ἡ δούλη σου ἔφερε πρὸς τὸν κύριόν μου, ἄς δοθῇ εἰς τοὺς νέους τοὺς ἀκολουθοῦντας τὸν κύριόν μου.28Συγχώρησον, παρακαλῶ, τὸ ἁμάρτημα τῆς δούλης σου· διότι ὁ Κύριος θέλει βεβαίως κάμει εἰς τὸν κύριόν μου οἶκον ἀσφαλῆ, ἐπειδή μάχεται ὁ κύριός μου τὰς μάχας τοῦ Κυρίου, καὶ κακία δὲν εὑρέθη ἐν σοὶ πώποτε.29Ἄν καὶ ἐσηκώθη ἄνθρωπος καταδιώκων σε καὶ ζητῶν τὴν ψυχήν σου, ἡ ψυχή ὅμως τοῦ κυρίου μου θέλει εἶσθαι δεδεμένη εἰς τὸν δεσμὸν τῆς ζωῆς πλησίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· τὰς δὲ ψυχὰς τῶν ἐχθρῶν σου, ταύτας θέλει ἐκσφενδονίσει ἐκ μέσου τῆς σφενδόνης.30Καὶ ὅταν κάμῃ ὁ Κύριος εἰς τὸν κύριόν μου κατὰ πάντα τὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα ἐλάλησε περὶ σοῦ, καὶ σὲ καταστήσῃ κυβερνήτην ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ,31δὲν θέλει εἶσθαι τοῦτο σκάνδαλον εἰς σὲ οὐδὲ πρόσκομμα καρδίας εἰς τὸν κύριόν μου, ἤ ὅτι ἔχυσας αἷμα ἀναίτιον, ἤ ὅτι ὁ κύριός μου ἐξεδίκησεν αὐτὸς ἑαυτόν· πλήν ὅταν ὁ Κύριος ἀγαθοποιήσῃ τὸν κύριόν μου, τότε ἐνθυμήθητι τὴν δούλην σου.
32Καὶ εἶπεν ὁ Δαβὶδ πρὸς τὴν Ἀβιγαίαν, Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅστις σὲ ἀπέστειλε τὴν ἡμέραν ταύτην εἰς συνάντησίν μου·33καὶ εὐλογημένη ἡ βουλή σου καὶ εὐλογημένη σύ, ἥτις μὲ ἐφύλαξας τὴν ἡμέραν ταύτην ἀπὸ τοῦ νὰ ἐμβῶ εἰς αἵματα καὶ νὰ ἐκδικηθῶ διὰ τῆς χειρὸς μου·34διότι ἀληθῶς, ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅστις μὲ ἐμπόδισεν ἀπὸ τοῦ νὰ σὲ κακοποιήσω, ἐὰν δέν ἤθελες σπεύσει νὰ ἔλθῃς εἰς συνάντησίν μου, δὲν ἤθελε μείνει εἰς τὸν Νάβαλ ἕως τῆς αὐγῆς οὐρῶν εἰς τοῖχον.35Καὶ ἔλαβεν ὁ Δαβὶδ ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῆς τὰ ὅσα ἔφερε πρὸς αὐτόν· καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν, Ἀνάβα πρὸς τὸν οἶκόν σου ἐν εἰρήνῃ· βλέπε, εἰσήκουσα τῆς φωνῆς σου καὶ ἐτίμησα τὸ πρόσωπόν σου.36Καὶ ἦλθεν ἡ Ἀβιγαία πρὸς τὸν Νάβαλ· καὶ ἰδοὺ, εἶχε συμπόσιον ἐν τῷ οἴκῳ αὑτοῦ, ὡς συμπόσιον βασιλέως· καὶ ἡ καρδία τοῦ Νάβαλ ἦτο εὔθυμος ἐν αὐτῷ, καὶ ἦτο εἰς ἄκρον μεθυσμένος· ὅθεν δὲν ἀπήγγειλε πρὸς αὐτὸν οὐδέν, μικρὸν μέγα, ἕως τῆς αὐγῆς.
37Τὸ πρωΐ ὅμως, ἀφοῦ ὁ Νάβαλ ἐξεμέθυσεν, ἐφανέρωσε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή αὐτοῦ τὰ πράγματα ταῦτα· καὶ ἐνεκρώθη ἡ καρδία αὐτοῦ ἐντὸς αὐτοῦ καὶ ἔγεινεν ὡς λίθος.38Καὶ μετὰ δέκα ἡμέρας περίπου ἐπάταξεν ὁ Κύριος τὸν Νάβαλ, καὶ ἀπέθανε.
39Καὶ ὅτε ἤκουσεν ὁ Δαβὶδ ὅτι ἀπέθανεν ὁ Νάβαλ, εἶπεν, Εὐλογητὸς Κύριος, ὅστις ἔκρινε τὴν κρίσιν μου περὶ τοῦ ὀνειδισμοῦ μου τοῦ γενομένου παρὰ τοῦ Νάβαλ, καὶ ἠμπόδισε τὸν δοῦλον αὑτοῦ ἀπὸ κακοῦ· καὶ τὴν κακίαν τοῦ Νάβαλ ἔστρεψεν ὁ Κύριος κατὰ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ. Καὶ ἀπέστειλεν ὁ Δαβὶδ καὶ ἐλάλησε πρὸς τὴν Ἀβιγαίαν, διὰ νὰ λάβῃ αὐτήν γυναῖκα εἰς ἑαυτόν.40Καὶ ἐλθόντες οἱ δοῦλοι τοῦ Δαβὶδ πρὸς τὴν Ἀβιγαίαν εἰς τὸν Κάρμηλον, ἐλάλησαν πρὸς αὐτήν, λέγοντες, Ὁ Δαβὶδ ἀπέστειλεν ἡμᾶς πρὸς σέ, διὰ νὰ σὲ λάβῃ γυναῖκα εἰς ἑαυτόν.41Καὶ ἐσηκώθη καὶ προσεκύνησε κατὰ πρόσωπον ἕως ἐδάφους καὶ εἶπεν, Ἰδού, ἄς ἦναι ἡ δούλη σου θεράπαινα διὰ νὰ πλύνῃ τοὺς πόδας τῶν δούλων τοῦ κυρίου μου.
42Καὶ ἔσπευσεν ἡ Ἀβιγαία καὶ ἐσηκώθη καὶ ἀνέβη ἐπὶ τοῦ ὄνου, μετὰ πέντε κορασίων αὑτῆς ἀκολουθούντων ὀπίσω αὐτῆς· καὶ ὑπῆγε κατόπιν των ἀπεσταλμένων τοῦ Δαβὶδ καὶ ἔγεινε γυνή αὐτοῦ.
43Ἔλαβεν ὁ Δαβὶδ καὶ τὴν Ἀχινοὰμ ἀπὸ Ἰεζραέλ· καὶ ἦσαν ἀμφότεραι γυναῖκες αὐτοῦ.44Ὁ δὲ Σαοὺλ εἶχε δώσει Μιχάλ, τὴν θυγατέρα αὑτοῦ, τὴν γυναῖκα τοῦ Δαβίδ, εἰς τὸν Φαλτὶ τὸν υἱὸν τοῦ Λαείς, τὸν ἀπὸ Γαλλείμ.
Ο Δαβίδ έχει υποκύψει στην οργή και ορκίζεται να σκοτώσει (εδ. 22). Ο άνθρωπος που κατάφερε να σεβαστεί και να τιμήσει τον Σαούλ, αν κι εκείνος γινόταν όλο και πιο κακός, τώρα βλέπει τον Νάβαλ σαν μάστιγα που πρέπει να εξαλειφθεί. Κινδυνεύει να συμπεριφερθεί όπως ο Σαούλ και εξαπολύει απειλές.
Η Αβιγαία σταματά τον Δαβίδ στον δρόμο του, γονατίζει και ελπίζει να αποτρέψει ένα καταστροφικό λάθος (εδ. 23). Του θυμίζει ποιος είναι: κάποιος που διαμορφώθηκε σύμφωνα με τους σκοπούς του Θεού που εργάζεται μέσα του: «Δεδεμένη εις δεσμόν της ζωής πλησίον Κυρίου» (εδ. 29). Αν αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από τον ανόητο Νάβαλ, τότε θα χάσει το εαυτό του. Σίγουρα η Αβιγαία επέλεξε να χρησιμοποιήσει μεταφορικά τη σφεντόνα, γιατί ήξερε ότι θα έχει απήχηση στον Δαβίδ (εδ. 29). Ο Νάβαλ δεν είναι Γολιάθ, αλλά αυτή η στιγμή είναι εξίσου σημαντική. Ο Δαβίδ θα γίνει βασιλιάς κατά την καρδιά του Θεού ή βασιλιάς περήφανος, βίαιος και εγωιστής όπως ο Σαούλ; Η σοφή επιλογή του θα διαμορφώσει την πορεία του.
Εσύ; Πώς φέρεσαι όταν στην πορεία σου συναντάς αγενείς, κακούς και ανόητους ανθρώπους; Μήπως αυτή η ιστορία σαν την Αβιγαία σού θυμίζει πώς θέλει να σε διαμορφώσει ο Θεός;
Ιεζεκιήλ 20–21, Α΄ Πέτρου 2
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]