loader image
Ο Θεός αναγνωρίζεται

Σάββατο, 02/09/2023

Προετοιμάσου

Κοίταξε τη φύση και ευχαρίστησε τον δημιουργό.

Απόσπασμα της Βίβλου:
Α' Σαμουήλ 6:1–7:2α

1Καὶ ἦτο ἡ κιβωτὸς τοῦ Κυρίου ἐν τῇ γῇ τῶν Φιλισταίων ἑπτὰ μῆνας.2Καὶ ἔκραξαν οἱ Φιλισταῖοι τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μάντεις, λέγοντες, Τί νὰ κάμωμεν εἰς τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου; φανερώσατε εἰς ἡμᾶς τίνι τρόπῳ θέλομεν ἀποστείλει αὐτήν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς.
3Οἱ δὲ εἶπον, Ἐὰν ἐξαποστείλητε τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, μή ἀποστείλητε αὐτήν κενήν· ἀλλὰ κατὰ πάντα τρόπον ἀπόδοτε εἰς αὐτὸν προσφοράν περὶ ἀνομίας· τότε θέλετε ἰαθῆ καὶ θέλετε γνωρίσει διὰ τί ἡ χεὶρ αὐτοῦ δὲν ἀπεσύρθη ἀπὸ σᾶς.
4Καὶ εἶπον, Ποία εἶναι ἡ περὶ ἀνομίας προσφορά, τὴν ὁποίαν θέλομεν ἀποδώσει εἰς αὐτόν; Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν, Κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν σατραπῶν τῶν Φιλισταίων, πέντε αἱμορροΐδες χρυσαὶ καὶ πέντε χρυσοὶ ποντικοί· διότι ἡ αὐτή πληγή ἦτο ἐπὶ πάντας ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τοὺς σατράπας ὑμῶν·5διὰ τοῦτο θέλετε κάμει ὁμοιώματα τῶν αἱμορροΐδων σας καὶ ὁμοιώματα τῶν ποντικῶν σας τῶν φθειρόντων τὴν γῆν· καὶ θέλετε δώσει δόξαν εἰς τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ· ἴσως ἐλαφρύνῃ τὴν χεῖρα αὑτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν θεῶν ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῆς γῆς ὑμῶν·6διὰ τί λοιπὸν σκληρύνετε τὰς καρδίας σας, καθὼς οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ὁ Φαραὼ ἐσκλήρυναν τὰς καρδίας αὑτῶν; ὅτε ἔκαμε τεράστια ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν, δὲν ἀφῆκαν αὐτοὺς νὰ ὑπάγωσι, καὶ αὐτοὶ ἀνεχώρησαν;7τώρα λοιπὸν λάβετε καὶ ἑτοιμάσατε μίαν ἅμαξαν νέαν καὶ δύο βοῦς θηλαζούσας, εἰς τὰς ὁποίας δὲν ἐπεβλήθη ζυγός, καὶ ζεύξατε τὰς βοῦς εἰς τὴν ἅμαξαν, τοὺς δὲ μόσχους αὐτῶν ἐπαναφέρετε ἀπ᾿ ὄπισθεν αὐτῶν εἰς τὸν οἶκον·8καὶ λάβετε τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ θέσατε αὐτήν ἐπὶ τῆς ἁμάξης· καὶ τὰ σκεύη τὰ χρυσά, τὰ ὁποῖα ἀποδίδετε εἰς αὐτὸν προσφορὰν περὶ ἀνομίας, θέσατε ἐν κιβωτίῳ εἰς τὰ πλάγια αὐτῆς· καὶ ἐξαποστείλατε αὐτήν νὰ ὑπάγῃ·9καὶ βλέπετε, ἐὰν ἀναβαίνῃ διὰ τῆς ὁδοῦ τῶν ὁρίων αὐτῆς εἰς Βαὶθ-σεμές, αὐτὸς ἔκαμεν εἰς ἡμᾶς τὸ μέγα τοῦτο κακόν· ἐὰν δὲ μή, τότε θέλομεν γνωρίσει ὅτι δὲν ἐπάταξεν ἡμᾶς ἡ χεὶρ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ὅτι τοῦτο ἐστάθη τυχαῖον εἰς ἡμᾶς.
10Καὶ ἔκαμον οὕτως οἱ ἄνδρες, καὶ λαβόντες δύο βοῦς θηλαζούσας, ἔζευξαν αὐτὰς εἰς τὴν ἅμαξαν, τοὺς δὲ μόσχους αὐτῶν ἀπέκλεισαν ἐν τῷ οἴκῳ.11Καὶ ἔθεσαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου ἐπὶ τῆς ἁμάξης καὶ τὸ κιβώτιον μετὰ τῶν χρυσῶν ποντικῶν καὶ τῶν ὁμοιωμάτων τῶν αἱμορροΐδων αὑτῶν.12Καὶ διευθύνθησαν αἱ βοῦς εἰς τὴν ὁδὸν τὴν εἰς Βαὶθ-σεμές· τὴν αὐτήν ὁδὸν ἐξηκολούθουν, μυκώμεναι ἐνῷ ὑπήγαινον, καὶ δὲν μετεστρέφοντο δεξιὰ ἤ ἀριστερά· οἱ δὲ σατράπαι τῶν Φιλισταίων ἐπορεύοντο κατόπιν αὐτῶν ἕως τῶν ὁρίων τῆς Βαὶθ-σεμές.
13Καὶ οἱ Βαὶθ-σεμῖται ἐθέριζον τὸν σῖτον αὑτῶν ἐν τῇ κοιλάδι καὶ ὑψώσαντες τοὺς ὀφθαλμοὺς αὑτῶν, εἶδον τὴν κιβωτὸν καὶ ἰδόντες ὑπερεχάρησαν.14Καὶ εἰσῆλθεν ἡ ἅμαξα εἰς τὸν ἀγρὸν Ἰησοῦ τοῦ Βαὶθ-σεμίτου καὶ ἐστάθη ἐκεῖ, ὅπου ἦτο λίθος μέγας· καὶ ἔσχισαν τὰ ξύλα τῆς ἁμάξης, καὶ προσέφεραν τὰς βοῦς ὁλοκαύτωμα εἰς τὸν Κύριον.15Καὶ οἱ Λευΐται κατεβίβασαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ κιβώτιον τὸ μετ᾿ αὐτῆς, τὸ περιέχον τὰ χρυσὰ σκεύη, καὶ ἔθεσαν ἐπὶ τοῦ λίθου τοῦ μεγάλου· καὶ οἱ ἄνδρες τῆς Βαὶθ-σεμὲς προσέφεραν ὁλοκαυτώματα καὶ ἔθυσαν θυσίας εἰς τὸν Κύριον τὴν αὐτήν ἡμέραν.
16Καὶ ἀφοῦ οἱ πέντε σατράπαι τῶν Φιλισταίων εἶδον, ἐπέστρεψαν εἰς Ἀκκαρὼν τὴν αὐτήν ἡμέραν.17Αὗται δὲ ἦσαν αἱ αἱμορροΐδες αἱ χρυσαί, τὰς ὁποίας οἱ Φιλισταῖοι ἀπέδωκαν προσφορὰν περὶ ἀνομίας εἰς τὸν Κύριον· τῆς Ἀζώτου μία, τῆς Γάζης μία, τῆς Ἀσκαλῶνος μία, τῆς Γὰθ μία, τῆς Ἀκκαρὼν μία·18καὶ οἱ ποντικοὶ οἱ χρυσοὶ κατὰ τὸν ἀριθμὸν πασῶν τῶν πόλεων τῶν Φιλισταίων, τῶν πέντε σατραπῶν, ἀπὸ πόλεων περιτετειχισμένων καὶ κωμῶν ἀπεριτειχίστων, ἕως μάλιστα τοῦ λίθου τοῦ μεγάλου, Ἀβέλ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου κατέθεσαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου· ὅστις σώζεται ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης ἐν τῷ ἀγρῷ Ἰησοῦ τοῦ Βαὶθ-σεμίτου.
19Καὶ ἐπάταξεν ὁ Κύριος τοὺς ἄνδρας τῆς Βαὶθ-σεμές, διότι ἐνέβλεψαν εἰς τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου· καὶ ἐπάταξεν ἐκ τοῦ λαοῦ ἄνδρας πεντήκοντα χιλιάδας καὶ ἑβδομήκοντα· καὶ ἐπένθησεν ὁ λαός, διότι ἐπάταξεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν πληγῇ μεγάλῃ.20Καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες τῆς Βαὶθ-σεμές, Τίς δύναται νὰ σταθῇ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ ἁγίου τούτου Θεοῦ; καὶ πρὸς τίνα θέλει ἀναβῆ ἀφ᾿ ἡμῶν;21Καὶ ἀπέστειλαν μηνυτὰς πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Κιριὰθ ἰαρείμ, λέγοντες, Οἱ Φιλισταῖοι ἔφεραν ὀπίσω τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου· κατάβητε, ἀναβιβάσατε αὐτήν πρὸς ἑαυτούς. 1Καὶ ἦλθον οἱ ἄνδρες τῆς Κιριὰθ-ἰαρείμ, καὶ ἀνεβίβασαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ ἔφεραν αὐτήν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἀβιναδάβ ἐπὶ τὸν λόφον, καὶ Ἐλεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ καθιέρωσαν, διὰ νὰ φυλάττῃ τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου. 2Καὶ ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐτέθη ἡ κιβωτὸς ἐν Κιριὰθ-ἰαρείμ, παρῆλθε καιρὸς πολύς· 

Σκέψου

Η δύναμη του Θεού που ελευθέρωσε τον λαό Του από την Αίγυπτο είχε μείνει αξέχαστη στους λαούς της περιοχής (εδ. 6). Έτσι, οι Φιλισταίοι ήταν αποφασισμένοι να βρουν τρόπο να ξεφορτωθούν την κιβωτό. Αν αυτός ο Θεός τούς τιμωρεί με πανούκλα, θα παραδεχτούν την ενοχή τους, αν και δεν είναι σίγουροι τι λάθος έκαναν. Μήπως επειδή νίκησαν στη μάχη; Επειδή πήραν την κιβωτό; Μπορεί, βέβαια, η πανούκλα να ήταν τυχαία (εδ. 9). Τελικά, το σχέδιο αυτό τους οδηγεί να αναγνωρίσουν την παρουσία του Θεού του Ισραήλ.

Οι κάτοικοι της Βαιθ-Σεμές (περίπου 15 χλμ. από την Εκρών) υποδέχτηκαν με χαρά την κιβωτό που συμβολίζει την παρουσία του Θεού και έτσι έπρεπε. Αφήνουν τη συγκομιδή για να λατρεύσουν τον Θεό. Όμως, κάποιοι δεν δείχνουν σεβασμό και τιμωρούνται ανάλογα (εδ. 19). Ο Θεός μας είναι άγιος, όπως ανακάλυψε ο Δαβίδ όταν ο Ουζά άγγιξε την άμαξα που έγερνε (Β΄ Σαμουήλ 6:7-9).

Όλοι οι άνθρωποι έχουν στοιχεία για να αναγνωρίσουν τα έργα και την ύπαρξη του αληθινού Θεού μέσα στην ιστορία (πχ. Ιησ. 4:23–24) και κυρίως στη δημιουργία (Ψαλμός 19). Ο λαός του Θεού έχει επίσης τον νόμο και το Πνεύμα. Δεν έχουμε δικαιολογία να μην παίρνουμε τον Θεό στα σοβαρά. Έχουμε κληθεί σε ζωή αγιότητας.

Ανταποκρίσου
«Ο φόβος του Κυρίου καθαρός… καθάρισόν με από των κρυφίων αμαρτημάτων. Και έτι προφύλαξον τον δούλον σου από υπερηφανιών» (Ψαλμός 19:9α, 12, 13). Προσευχήσου με αυτά τα λόγια.
Η Βίβλος σε έναν χρόνο:

Άσμα Ασμάτων 7–8, Ψαλμοί 99–101

Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:

Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.