«Δεύτε, ας προσκυνήσωμεν και ας προσπέσωμεν· ας γονατίσωμεν ενώπιον του Κυρίου, του Ποιητού ημών» (Ψαλμός 95:6).
Ιώβ 10
1Ἡ ψυχή μου ἐβαρύνθη τὴν ζωήν μου· θέλω παραδοθῆ εἰς τὸ παράπονόν μου· θέλω λαλήσει ἐν τῇ πικρίᾳ τῆς ψυχῆς μου.2Θέλω εἰπεῖ πρὸς τὸν Θεόν, μή μὲ καταδικάσῃς· δεῖξόν μοι διὰ τί μὲ δικάζεις.3Εἶναι καλὸν εἰς σὲ νὰ καταθλίβῃς, νὰ καταφρονῇς τὸ ἔργον τῶν χειρῶν σου καὶ νὰ εὐοδόνῃς τὴν βουλήν τῶν ἀσεβῶν;4Σαρκὸς ὀφθαλμοὺς ἔχεις; ἤ βλέπεις καθὼς βλέπει ἄνθρωπος;5Ἀνθρώπινος εἶναι ὁ βίος σου; ἤ τὰ ἔτη σου ὡς ἡμέραι ἀνθρώπου,6ὥστε ἀναζητεῖς τὴν ἀνομίαν μου καὶ ἀνερευνᾶς τὴν ἁμαρτίαν μου;
7Ἐνῷ ἐξεύρεις ὅτι δὲν ἠσέβησα· καὶ δὲν ὑπάρχει ὁ ἐλευθερῶν ἐκ τῶν χειρῶν σου.8Αἱ χεῖρές σου μὲ ἐμόρφωσαν καὶ μέ ἔπλασαν ὅλον κύκλῳ· καὶ μὲ καταστρέφεις.9Ἐνθυμήθητι, δέομαι, ὅτι ὡς πηλὸν μὲ ἔκαμες· καὶ εἰς χῶμα θέλεις μὲ ἐπιστρέψει.10Δὲν μὲ ἠμελξας ὡς γάλα καὶ μὲ ἔπηξας ὡς τυρόν;11Δέρμα καὶ σάρκα μὲ ἐνέδυσας καὶ μὲ ὀστᾶ καὶ νεῦρα μὲ περιέφραξας.12Ζωήν καὶ ἔλεος ἐχάρισας εἰς ἐμέ, καὶ ἡ ἐπίσκεψίς σου ἐφύλαξε τὸ πνεῦμά μου·13ταῦτα ὅμως ἔκρυπτες ἐν τῇ καρδίᾳ σου· ἐξεύρω ὅτι τοῦτο ἦτο μετὰ σοῦ.14Ἐὰν ἁμαρτήσω, μὲ παραφυλάττεις, καὶ ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου δὲν θέλεις μὲ ἀθωώσει.15Ἐὰν ἀσεβήσω, οὐαὶ εἰς ἐμέ· καὶ ἐὰν ἦμαι δίκαιος, δὲν δύναμαι νὰ σηκώσω τὴν κεφαλήν μου· εἶμαι πλήρης ἀτιμίας· ἰδὲ λοιπὸν τὴν θλῖψιν μου,16διότι αὐξάνει. Μὲ κυνηγεῖς ὡς ἄγριος λέων· καὶ ἐπιστρέφων δεικνύεσαι θαυμαστὸς κατ᾿ ἐμοῦ.
17Ἀνανεόνεις τοὺς μάρτυράς σου ἐναντίον μου, καὶ πληθύνεις τὴν ὀργήν σου κατ᾿ ἐμοῦ· ἀλλαγαὶ στρατεύματος γίνονται ἐπ᾿ ἐμέ.18Διὰ τί λοιπὸν μὲ ἐξήγαγες ἐκ τῆς μήτρας; εἴθε νὰ ἐξέπνεον, καὶ ὀφθαλμὸς νὰ μή μὲ ἔβλεπεν.19Ἤθελον εἶσθαι ὡς μή ὑπάρξας· ἤθελον φερθῆ ἐκ τῆς μήτρας εἰς τὸν τάφον.20Αἱ ἡμέραι μου δὲν εἶναι ὀλίγαι; παῦσον λοιπόν, καὶ ἄφες μέ, διὰ νὰ ἀναλάβω ὀλίγον,21πρὶν ὑπάγω ὅθεν δὲν θέλω ἐπιστρέψει, εἰς γῆν σκότους καὶ σκιᾶς θανάτου·22γῆν γνοφεράν, ὡς τὸ σκότος τῆς σκιᾶς τοῦ θανάτου, ὅπου τάξις δὲν εἶναι, καὶ τὸ φῶς εἶναι ὡς τὸ σκότος.
Ο Ιώβ παραπονιέται στον Θεό. Τι προσπαθεί να κάνει ο Θεός στέλνοντάς του συμφορές, ενώ οι ασεβείς μένουν ατιμώρητοι (εδ. 3); Συνηθισμένο παράπονο. Άνθρωποι στα νοσοκομεία αναρωτιούνται γιατί υποφέρουν, ενώ τόσοι απατεώνες ευημερούν. Ποια είναι η δική σου απάντηση;
Ο Άνσελμος του Καντέρμπουρι (1033-1109) μίλησε για την πίστη που ζητά να κατανοήσει. Μπορούμε να πιστεύουμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τα πάντα για τον Θεό. Αυτό είναι δύσκολο για τον Ιώβ. Όπως ο ψαλμωδός (Ψαλμός 139:13), ο Ιώβ ξέρει ότι ο Θεός τον δημιούργησε και τον κρατά στα χέρια Του (εδ. 8-12), αλλά γιατί του στέλνει τόσο πόνο; Ξέρει ότι ο Θεός είναι δίκαιος, ξέρει επίσης ότι ο ίδιος είναι αθώος.
Θυμάται τις καλές στιγμές που του έδωσε ο Θεός (εδ. 12), αλλά τώρα του γύρισε την πλάτη (εδ. 12). Όπως και στον θρήνο του νωρίτερα (κεφ. 3), αναρωτιέται αν θα ήταν καλύτερα να μην είχε γεννηθεί (εδ. 19).
Καθώς σταματάμε να διαβάζουμε από το βιβλίο του Ιώβ, αυτός υποφέρει και διαμαρτύρεται στους φίλους του που δεν τον καταλαβαίνουν ότι είναι αθώος και δεν έχει χαρά στη ζωή του. Όμως συνεχίζει να πιστεύει και να μιλάει στον Θεό που τον δημιούργησε. Για τον Ιώβ, τους φίλους του και τους αναγνώστες, αυτή η εξέλιξη προκαλεί να ξανασκεφτούν όσα πίστευαν για τη δικαιοσύνη του Θεού.
Νεεμίας 1–2, Ψαλμός 78:1-37
Τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας:
Αν θέλετε να λαμβάνετε καθημερινά τα Βιβλικά Αναγνώσματα στο email σας, μπορείτε να εγγραφείτε συμπληρώνοντας τα στοιχεία σας στην παρακάτω φόρμα.
[WORDPRESS_PDF]